Άρνησις

You are currently viewing Άρνησις

Άρνησις

Γιώργος Σεφέρης – Μίκης Θεοδωράκης

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομα της
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.

Με τι καρδιά με τι πνοή
τι πόθο και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

Μεταβείτε στην πλατφόρμα ΕΥΤΕΡΠΗ για να δείτε την παρτιτούρα του τραγουδιού.

Ο Μίκης Θεοδωράκης διηγείται για την ηχογράφηση του τραγουδιού:

“Ηθελα τα «Επιφάνια» – ακριβώς γιατί ο στίχος ήταν τόσο διανοουμενίστικος- να τα περάσω σε όσο το δυνατόν πιο πλατύ κοινό με λαϊκό μουσικό ένδυμα. Άλλωστε αυτή ήταν η πρώτη φορά που ελεύθερος στίχος φιλοδοξούσε να γίνει απλό λαϊκό τραγούδι. Να συντροφεύει δηλαδή τον κοσμάκη παντού. Στο γιαπί, στην ταβέρνα, στην εκδρομή, στην παρέα. Όταν ηχογραφούσαμε, λέω στον Μπιθικώτση «πρόσεξε την άνω τελεία. Εκεί που λες πήραμε τη ζωή μας, βάλε παύση πριν πεις λάθος». Στα αυτιά μου είχα την προτροπή – παράκληση του ποιητή: «Την άνω τελεία! Την άνω τελεία! Αλλιώτικα μου αντιστρέφεις το νόημα». Τελικά όμως αυτό αποδείχθηκε ανεφάρμοστο στην πράξη, με αποτέλεσμα να ακουστεί η λέξη «λάθος» κολλητά στο «πήραμε τη ζωή μας», δίνοντας αντίθετο νόημα στο ποίημα. Όμως πόσο κατανοητό ήταν για το λαό, που ποιος λίγο, ποιος πολύ, είχε πάρει τη ζωή του λάθος…”

Στα χρόνια της χούντας ο Σεφέρης κρατούσε απόσταση από δηλώσεις και τοποθετήσεις, ενώ δίδασκε σε πανεπιστήμια σε Ελλάδα και εξωτερικό. Μετά από πολύ καιρό στις 28 Μαρτίου του 1969 είπε στο ραδιοφωνικό σταθμό του BBC:

Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτοια θέματα. Εξ’άλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικό το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Δεν θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δεν λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνον γι’ αυτό τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία παραμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωράει το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.”

Τρία χρόνια αργότερα ο Γιώργος Σεφέρης φεύγει από τη ζωή εξαιτίας μετεγχειριτικών επιπλοκών στο δωδεκαδάχτυλο (τμήμα του λεπτού εντέρου) και ο ελληνικός λαός στη νεκρώσιμη πομπή προς το Α’ Νεκροταφείο, μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Γιώργου Σεφέρη “Άρνηση”

Πηγή: artigo.gr

Η νεκρική πομπή στη λεωφόρο Αμαλίας προς το Α΄ Νεκροταφείο. Τον Γιώργο Σεφέρη συνοδεύουν άνθρωποι των γραμμάτων και της τέχνης. Αριστερά: Αλέξ. Ξύδης, Δημ. Τσάτσος, Στρατής Τσίρκας, Αλέξ. Κοτζιάς. Δεξιά: Ιωάννης Πεσμαζόγλου, Αναστ. Πεπονής, Αλέξ. Αργυρίου. Ακολουθούν χιλιάδες λαού.

 

Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Πήραμε τη ζωή μας λάθος … (Καθημερινή)

Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος θα γράψει για την κηδεία του Σεφέρη:

“Ποιός θα φανταζόταν, και πρώτα απ’ όλα ο ίδιος ο Γιώργος Σεφέρης, ότι ένας ολόκληρος λαός θα τον κήδευε με τα τραγούδια του. Ποιός άλλος ποιητής στον κόσμο αξιώθηκε αυτήν τη τιμή: 150-200 χιλιάδες άνθρωποι να τον συνοδεύουν με το ποιητικό του μελοποιημένο έργο, στην τελευταία του κατοικία, ως πράξη αντιστάσεως”.

Νότης Μαυρουδής – Σχολιάκι 642
(Μετά πάσης ειλικρινείας…)
(14/9/2021)
 
Σχόλιο που ανήρτησε ο Νότης Μαυρουδής στο Facebook.
 
Η άνω τελεία μας.
 
«Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.»
 
Είχα έναν καλό φίλο που ήταν από τους παλιούς κομμουνιστές· εκείνους που βιώσανε δύσκολες καταστάσεις, με τις περιπέτειες της γενιάς του ’40, αλλά και των συνεπειών τής Γερμανικής κατοχής, όπως και τη δίνη τού εμφυλίου με τους «άλλους», τους νικητές, οι οποίοι μάντρωσαν για πολλά χρόνια μέσα σε φυλακές και εξορίες κάθε αριστερή – δημοκρατική συνείδηση. Ο φίλος μου βίωσε 20 χρόνια φυλακές από νεαρή ηλικία και μέσα απ’ το κελί του διάβαζε ακατάπαυστα, αποκτώντας τεράστια μόρφωση.
 
Το παράδειγμά μου δεν είναι σπάνιο. Η μεταπολεμική εποχή έχει αμέτρητα παραδείγματα ανθρώπων, οι οποίοι, παρά τις πολλές γνώσεις που κατέχουν, βγαίνουν στην πραγματική ζωή και αντιμετωπίζουν τον αδυσώπητο ρεαλισμό και τη φθορά τής καθημερινότητας…
 
Ήταν λοιπόν αυτός ο φίλος που για πρώτη φορά, καθώς τραγουδούσαμε την Άρνηση (το Περιγιάλι των Θεοδωράκη— Σεφέρη), μου άνοιξε συζήτηση για την άνω τελεία του ποιήματος στο σημείο που λέει «πήραμε τη ζωή μας·». Αυτή η άνω τελεία, συζητήθηκε πολύ στη δεκαετία του ’60, κυρίως από λόγιους και διανοούμενους της εποχής, οι οποίοι συχνά δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους, ακόμα και «δι’ ασήμαντον αφορμή». Αυτή η άνω τελεία απασχόλησε εφημερίδες της εποχής και περιοδικά Τέχνης προκαλώντας έντονες συζητήσεις σε καλλιτεχνικά στέκια και τόπους πνευματικών και πολιτικών συναντήσεων. Είχε γίνει κάτι σαν… viral, όπως θα το λέγαμε σήμερα στη διαδικτυακή νέα Ελλάδα…
 
Ομολογώ πως ποτέ δεν μπόρεσε να καταλαγιάσει μέσα μου αυτή η τοποθέτηση της άνω τελείας τού ποιητή που βάλθηκε να μάς… προβληματίσει από το μακρινό 1931, με τη συλλογή ποιημάτων του με τον τίτλο: «Στροφή». Το μόνο που κατάφερα να καταλάβω μετά την πάροδο τόσων χρόνων, σ’ αυτό το επίμαχο σημείο τού ποιήματος, είναι πως ο Σεφέρης ήταν τουλάχιστον σκεπτικιστής, αν όχι αρνητικός (εξ’ ου και ο τίτλος Άρνηση), στο να παλεύεις τη ζωή μ ό ν ο με «καρδιά», με «πνοή», «πόθους» και «πάθος». Εκεί η άνω τελεία διακόπτει τη φράση, για να υπογραμμίσει (να υποστηρίξει) πως όλα αυτά (για τον ποιητή) ήταν «Λάθος!». Ας μην ξεχνάμε πως ο ποιητής είχε προλάβει να βιώσει νεότατος τον Εθνικό Διχασμό (1915-1917) και βέβαια τη Μικρασιατική καταστροφή, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για τις ευαίσθητες ψυχές!
 
Γνωρίζω πως οι συμβολισμοί, οι αλληγορίες, ο υπερρεαλισμός των αρχών τού 20ου αιώνα και τα πολυποίκιλα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής εκείνης, αφήνουν ανοιχτό το πεδίο για μια πιο προσωπική ερμηνεία ενός ποιήματος και κατ’ επέκταση ενός τραγουδιού. Η άνω τελεία με αφήνει περίπου ελεύθερο να ερμηνεύσω το (τόσο) βάθος μιας ποιητικής λεπτομέρειας, η οποία σκεπάστηκε από την καθημερινή και συχνότατη χρήση του τραγουδιού από τον ελληνισμό επί τόσα χρόνια, από το 1962 που κυκλοφόρησε ο δίσκος και μάθαμε το τραγούδι· εξήντα χρόνια είναι αρκετό διάστημα για να «δικαιωθεί» εκείνη η ποιητική στιγμή, ως προς την αναγκαιότητα ή μη τής άνω τελείας.
Το Περιγιάλι (μ’ αυτόν τον τίτλο το γνωρίζει ο κόσμος) υπάρχει και με την κατά Σεφέρη γραφή της άνω τελείας από τον Γιώργο Μούτσιο, αλλά ο κόσμος κράτησε και τραγούδησε την κλασική ερμηνεία (μαζί με το «λάθος» τής άνω τελείας τού… Μπιθικώτση).
 
Σ’ αυτό το σημείο όμως να τονίσω πως η ορχήστρα που συνοδεύει τον Μπιθικώτση (μπουζούκια, κιθάρα) δεν λαμβάνει υπ’ όψη την παύση που «απαιτεί» η άνω τελεία τού Σεφέρη· το «λάθος» λοιπόν (που δεν είναι λάθος) το «χρεώνεται» εξ’ ολοκλήρου ο Μίκης, ο οποίος και αδιαφόρησε (?) συνειδητά για την σύσταση του ποιητή να προχωρήσει σε διόρθωση, αναγκάζοντας τον ερμηνευτή να αδιαφορήσει για εκείνη τη ριμάδα άνω τελεία, αφού έπρεπε να ακολουθήσει την ορχήστρα τού Μίκη…
 
Όλα όμως χωνεύονται με τον χρόνο, ο οποίος… επιβάλλει με τον δικό του τρόπο, ακόμα και τα τραγούδια! Σαν ένα τεράστιο στόμα που γεύεται καρπούς κι ό,τι γεννιέται από τον άνθρωπο· το μασάει, το αλέθει και κρατάει ό,τι είναι ουσιαστικό και χρήσιμο.
 
Έτσι λοιπόν, ο  χ ρ ό ν ο ς  κράτησε από το συγκεκριμένο τραγούδι εκείνο που του αρμόζει: τον λυρικό υποκειμενισμό του. Την ελευθερία του. Την προσωπική ερμηνεία κι ας είναι λάθος. Το τραγούδι έμελλε να εξελιχθεί σε ύμνο, στοχεύοντας, σαν βελάκι που σημαδεύει, την καρδιά τού ανθρώπινου λυρισμού…
 
Αμέτρητες φορές στις παρέες τραγούδησα το Περιγιάλι μαζί με τον επίμονο παλιό μου φίλο, τον κομμουνιστή. Νιώθαμε τη μυσταγωγία μελωδίας-στίχου με κλειστά τα μάτια· ρεύματα συγκίνησης μας κατακυρίευαν συνοδεύοντάς τα με όνειρα για μελλοντικούς δρόμους… Τον έβλεπα πάντα να τραγουδάει με υγρά μάτια και στις φράσεις «διψάσαμε το μεσημέρι μα το νερό γλυφό» ένας κόμπος μάς έπνιγε όλους. Ήθελα να τον πειράξω και τον ρώτησα:
 
– Περνάς καλά φίλε;
– Αυτή τη στιγμή είμαι ευτυχισμένος, μου απαντούσε…
– Και με την άνω τελεία;
– Άστη να πάει στο διάολο…
 
Νότης Μαυρουδής
Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές .

Views: 151

Αφήστε μια απάντηση