της Γιώτας Συκκά από την Καθημερινή
Φαίνεται απίστευτο αλλά εδώ και μισόν αιώνα ο ίδιος άνθρωπος, ο Μάνος Χατζιδάκις, έχει συνοδεύσει με τη μουσική του τις πιο ετερόκλητες ανάγκες διαφορετικών γενεών της ελληνικής κοινωνίας. Από το μεταπολεμικό αίτημα για μια δροσερή ελπίδα που εκφράστηκε με τις μελωδίες στα χείλη της Αλίκης Βουγιουκλάκη μέχρι τη μεταμαρξιστική ανανέωση που άγγιξε τις αισθησιακές διφωνίες για το «Sweet Movie» του Ντούσαν Μακαβέγιεφ.
Ακόμα και στο «Ραντεβού στην Κέρκυρα» του Ντίμη Δαδήρα, ο Χατζιδάκις έκανε σύντομα μουσικά σκίτσα που πειραματίζονταν με την τζαζ της εποχής. Και καθώς περνούσαν οι δεκαετίες, μάς χάρισε τα μελωδικά ορόσημα κάθε μιας απ’ αυτές. Αυτά θα μας θυμίσουν η Ελευθερία Αρβανιτάκη, ο Βασιλικός από τους «Raining Pleasure» (θυμηθείτε την επιτυχημένη εκδοχή των «Reflections») και ο Λουκάς Καρυτινός που θα διευθύνει τη συμφωνική ορχήστρα «Εναρμόνια», τις δυο πρώτες ημέρες του Ιουνίου στο Ηρώδειο. Στη συναυλία «Μάνος Χατζιδάκις – Τα κινηματογραφικά» που εγκαινιάζει το πρόγραμμα του Ελληνικού Φεστιβάλ.
Χιλιοτραγουδισμένες επιτυχίες αλλά και η κινηματογραφική σουίτα Sweet suite, σε πρώτη εκτέλεση. Εργο του στενού συνεργάτη, του Νίκου Κυπουργού, βασισμένο σε αγαπημένα μουσικά θέματα του κορυφαίου συνθέτη αλλά και ανέκδοτα.
Οι λόγοι ήταν βιοποριστικοί
«Ο ελληνικός κινηματογράφος στάθηκε αφορμή να κερδίζω τα προς το ζην, σχετικά αξιοπρεπώς, γράφοντας μουσική υπόκρουση», είχε πει ο ίδιος. Ομως, συχνά ο τρόπος που χρησιμοποιούσαν πολλοί τραγουδιστές – και όχι μόνο, αυτό το υλικό τον δυσαρεστούσε.
«Αυτό που τον ενοχλούσε ήταν η κατάχρηση του τραγουδιού», λέει στην «K» ο γιος του, Γιώργος Χατζιδάκις. «Η λάθος χρήση και μια «ανεπιθύμητη διασημότητα» που του προσέδωσαν αυτά τα τραγούδια. Ο λόγος που τα έγραψε ήταν βιοποριστικός, δεν ήταν δηλαδή ο μουσικός του στόχος. Ολα αυτά για τον Μάνο ήταν ένα παιχνίδι που εξυπηρετούσε τις ανάγκες των ταινιών. Τον ενοχλούσε το γεγονός ότι οι άλλοι τον προσδιόριζαν μουσικά με βάση αυτά τα τραγούδια. Κι αγνοούσαν έναν ολόκληρο όγκο εργασίας με συγκεκριμένο περιεχόμενο και στόχο στο οποίο είχε ήδη αρχίσει να εργάζεται δέκα χρόνια πριν (θεάτρο Τέχνης, Εθνικό Θέατρο, πιανιστικά έργα κ.ά.)».
Το κινηματογραφικό υλικό του Χατζιδάκι ήταν στόχος των περισσότερων τραγουδιστών που έπαιρναν -συνεχίζουν και σήμερα- τα τραγούδια του και τα προσάρμοζαν στα μέτρα τους. Πρωτοβουλία που κλόνισε αρκετές φορές τις σχέσεις τους με τον μεγάλο δημιουργό, ειδικά τη δεκαετία ’80 – ’90, μια περίοδο αρκετών απαγορεύσεων. «Για να μπορέσει να προστατευθεί από τη λάθος εικόνα την οποία επέμεναν να του αποδίδουν εμπορικοί οργανισμοί που είχαν μοναδικό στόχο το κέρδος», εξηγεί ο γιος του. Απαγόρευε, λοιπόν, γενικώς κι αδιακρίτως. Τι λέει για την παρουσίαση στο Ηρώδειο του υλικού αυτού ο Γ. Χατζιδάκις; «Οφείλω να παρουσιάσω κάποια επιλεγμένα κινηματογραφικά τραγούδια που ο ίδιος είχε ξεχωρίσει.
Βραβευμένος με Οσκαρ
Μέσα σε αυτά είναι και τα «Παιδιά του Πειραιά» παρουσιασμένα όμως με ένα πιάνο. Είναι το τραγούδι που το 1961 του χάρισε το Οσκαρ (το μοναδικό μη αγγλόφωνο τραγούδι που βραβεύτηκε ποτέ στην ιστορία των Οσκαρ), το οποίο ο Χατζιδάκις πέταξε στα σκουπίδια, απ’ όπου το ανέσυρε η αδερφή του Μιράντα. Αυτό που απωθούσε στο συγκεκριμένο κομμάτι τον δημιουργό του ήταν η διασημότητα του τραγουδιού που ταυτίστηκε με την τουριστική εκπόρνευση της χώρας, αποπροσανατολίζοντας τον κόσμο από αυτό που πραγματικά ήταν ο ίδιος και το έργο του.
Δούλεψε για 76 ταινίες. Από την «Κάλπικη λίρα» του Γ. Τζαβέλλα, τη «Μαγική πόλη» και τον «Δράκο» του N. Κούνδουρου, τη «Στέλλα» και το «Τελευταίο ψέμα» του M. Κακογιάννη μέχρι τη «Μανταλένα» του Ντ. Δημόπουλου, «In the Cool of the day» του R. Stevens, «America America» του Καζάν, «TopKapi» του Ντασσέν, «Memed my Hawk» του Ουστίνοφ, οι «Ησυχες μέρες του Αυγούστου» του Π. Βούλγαρη.
Ας δούμε όμως τι έχει γράψει ο ίδιος για κάποια τραγούδια απ’ αυτά, είτε στη «Λέξη» (Φεβρουάριος του 1983) είτε σε σημειώσεις του.
Μια πόλη μαγική: «Είναι η Αθήνα του ’52, είναι το μουσικό μου θέμα για την πρώτη ταινία του Κούνδουρου, μ’ ένα κορίτσι που κατοικούσε πίσω από του Φιξ, σε γειτονιά που τη ζηλεύαμε ο Νίκος κι εγώ για τη θερμότητα και τον ονειρικόν ερωτισμό της. Εκείνος μάλιστα προχώρησε κι αγάπησε εκείνο το κορίτσι, ενώ εγώ έμεινα λίγο πιο ‘κει, για να τους παίζω στη φυσαρμόνικα την Μαγική μου πόλη, καθώς μας περιείχε εξαντλητικά νυχτερινούς διαβάτες, περιπατητές, στους δρόμους, στις μικρές πλατείες, ώς το πρωί που ξεκινούσαν τα φορτηγά για να πανε στην αγορά Και το κορίτσι μας να ξαγρυπνά για να ζωγραφίσει, με λαδοχρώματα νυχτερινά το πρόσωπό Του κι εγώ μαζί της και η πόλη, που ήταν στ’ αλήθεια τότε μαγική».
Γαρύφαλλο στ’ αφτί («Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο»). «Ο ελληνικός κινηματογράφος στάθηκε η αφορμή να κερδίζω τα προς το ζην, σχετικά αξιοπρεπώς, γράφοντας μουσική υπόκρουση. Τα τραγούδια των ταινιών τα έγραφαν οι γνωστοί του καιρού «τραγουδοποιοί» της μόδας, όμως αργούσαν να φέρουν τα τραγούδια τους. Η καθυστέρηση μάς «μελαγχολούσε» τόσο τον Φίνο όσο κι εμένα. Μια μέρα είπα να τα γράφω εγώ για να μην περιμένουμε. Δοκιμάσαμε με το «Γαρύφαλλο στ’ αυτί». Η επιτυχία του με υποχρέωσε να γράφω τραγούδια για τον ελληνικό κινηματογράφο».
Τα παιδιά του Πειραιά (Ποτέ την Κυριακή). «Μετά τον πόλεμο ήταν ανάγκη να βρούμε το ταπεινό, το ασήμαντο, το σημερινό από το οποίο θα πιανόμασταν και θα συμφιλιωνόμασταν με τη μικρότητά μας. Πριν, όμως, αυτό γίνει ουσία πνευματική, ήρθε ο τουρισμός. Και άρχισε η βιομηχανοποίηση της γραφικότητας ( ) Η επιτυχία των «Εξι λαϊκών ζωγραφιών» ξύπνησε τους εμπόρους, τα ελαφρά θέατρα, τους μικροπρεπείς μουσικούς, τη βαθμιαία αναπτυσσόμενη τουριστική επιδίωξη, το εύκολο «Ελληνικόν μένος» των διεθνών μας προσωπικοτήτων, ώσπου ήρθε η ταινία «Ποτέ την Κυριακή» και στάθηκε η χαριστική βολή σ’ αυτό που υπήρξε κάποτε το λαϊκό τραγούδι».
Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι («Αγιούπα», «Ποτέ την Κυριακή)». «Κάπου το ’54. Οταν το φεγγάρι ήταν κάτι σαν μαγικός κήπος και οι αστροναύτες δεν είχαν τραυματίσει θανάσιμα την παραδοσιακή μας αντίληψη περί Σελήνης. Το φεγγάρι έφηβος σκληρός στους ξυλοκόπους. Στο φεγγάρι ένας ναύτης στα κάτασπρα ντυμένος με τα κορίτσια να κλαίνε στα κατάρτια. Το φεγγάρι μ’ ελαιώνες από χρυσές ελιές και μεταξένιους δυόσμους Αξιζε μια βόλτα εκεί πάνω. Κατά τ’ άλλα, μια προσπάθεια να συνθέσω ένα σύγχρονο ποιητικό ζεϊμπέκικο κι όχι ν’ αντιγράψω ή να συνεχίσω την παράδοση του είδους».
Το αστέρι του βοριά (America America). «Στην εποχή που ο πόλεμος του Βιετνάμ πολιτικοποιούσε τη νεολαία της Αμερικής, όλοι οι Αμερικανοί που είχαν ενδιαφέρον, ψάχναν, σκαλίζαν την καταγωγή τους και καλλιεργούσανε στον κήπο τους λουλούδια -οι κάπως νεώτεροι φυτεύαν και ναρκωτικά- για να τα βάζουνε στις κάνες, στις καραμπίνες των αστυνομικών, σε κάθε αντιπολεμική διαμαρτυρία, πορεία ή μαζική αντίδραση. Ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο Ηλίας Καζάν, έξυνε τις παλιές πληγές και ανεκάλυπτε την πατρική του γη, την Ανατόλια. Ο ίδιος είχε οικειοποιηθεί τα χαρακτηριστικά του Ελληνα ανατολίτη, μαζί με μιαν έκφραση δυνάμεως και υπεροχής που του παρείχε η δεύτερη πατρίδα του, η Αμερική. Πρόεδρος τότε της Αμερικής ήταν ο Τζον Κένεντι και γυναίκα του η Τζάκυ. Πρωθυπουργός τότε στον τόπο μας ο Καραμανλής και γυναίκα του η Αμαλία. Τι συγκυρίες υπέροχες για ένα σκηνικό που είχαμε φιλοτεχνήσει όλοι μας λίγο πολύ και περισσότερο ο Πικιώνης, ο Τσαρούχης, ο Σεφέρης, ο Κατσίμπαλης, ο Θεοτοκάς, ο Μόραλης, ο Αργυράκης Ασχετα αν γκρεμίστηκε τόσο εύκολα μετά τους συνταγματάρχες και φανερώθηκε η αδειανή και φτωχική σκηνή του θεάτρου μας, που λέγονταν Ελλάς».
Βlue. «Στο 1968, το Χόλιγουντ ζούσε την επανάσταση των λουλουδιών, με πολλά παραισθησιογόνα και αρκετή διστακτική ερωτική ελευθερία. ( ) Τον ίδιο καιρό, η Paparamount γύριζε ένα φιλόδοξο ποιητικό γουέστερν με σκηνοθέτη έναν Καναδό, τον Narizzano, με πρωταγωνιστές έναν Αγγλο, τον Terence Stamp κι έναν Μεξικανό, τον Ricardo Montalban και με συνθέτη έναν Ελληνα, εμένα. Τότε ήταν που ξενάγησα και φιλοξένησα στην Paramount τούς Bee Gees, ενώ κάτω στην εβραϊκή συνοικία οι H.P.Lovercraft τραγουδούσαν το Μεθυσμένο καράβι του Ρεμπό. Μέσα σ’ αυτό το μεθυστικό πανηγύρι προσπάθησα να ξεπεράσω σε ομορφιά τον Terence Stamp κι έγραψα τη μουσική του Βlue».
Τα παιδιά κάτω στον κάμπο (Sweet movie). « Ή ο θρίαμβος της εσωτερικής μου αναρχίας. Ο,τι είχα καταπιέσει μέσα μου μέχρι εκείνον τον καιρό, το βγάζω έξω τραγουδώντας και μάλιστα σε μια εποχή που κάθε άλλο παρά ανεχότανε τέτοιες «απελευθερώσεις». Και τι δεν κάνουν εκεί κάτω στον κάμπο αυτά τα παιδιά. Κυνηγάν ένα τρελό, τον πνίγουν και τον καίνε στον γιαλό, πετσοκόβουν τα κεφάλια από εχθρούς κι από πιστούς, κόβουν δεντρολιβανιές και στολίζουν τα πηγάδια για να σπρώξουν μέσα τις νιές και να πνιγούνε, κοροϊδεύουν έναν παπά, του παίρνουν τ’ άμφια και τον αφήνουν γυμνό μεσ’ στην αγορά, πωλούν τους προγόνους τους για ένα κομμάτι ψωμί κι ύστερα μελαγχολούν
Ολ’ αυτά, ταιριάξαν απόλυτα με την αποκάλυψη που πραγματοποιούσε ο Μακαβέγιεφ στην ταινία του «Σουίτ Μούβι» για το έγκλημα στο δάσος του Κατύν. Κάθε αναφορά στο γεγονός αυτό, με τις θλιβερές σκηνές από τα παλιά επίκαιρα που δεν προβλήθηκαν ποτέ πριν από το «Σουίτ Μούβι», είχε το τραγούδι μου πανίσχυρο να συνοδεύει τις τραγικές εικόνες. Και, επί τέλους, άρχιζα να νιώθω μια βαθιά ικανοποίηση έξω από τις άθλιες σκοπιμότητες του καιρού μας».
Views: 66