Του Μάρκου Τσέτσου
από το Διαδικτυακό Περιοδικό TAR
Ένα από τα πιο συχνά σφάλματα της σκέψης στη σύγχρονη εποχή είναι η άκριτη μετάβαση από την αξίωση κοινωνικής και πολιτικής ισότητας (ισονομίας και ισοπολιτείας) στην ιδέα της φυσικής ισότητας μεταξύ των ανθρώπων, στην ιδέα δηλαδή ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται με τις ίδιες δυνατότητες. Έτσι, όλες οι ανισότητες ευφυΐας, πρακτικών δεξιοτήτων, ηθικής ή καλλιτεχνικής επίδοσης κ.ο.κ. που παρατηρούνται δεν οφείλονται στην πραγματικότητα παρά σε κοινωνικές ανισότητες, σε ανισότητες, δηλαδή, μορφωτικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος και πρόσβασης στη γνώση και τα αγαθά του πολιτισμού. Με την έννοια αυτή, δοθεισών των ίδιων συνθηκών, όλοι οι άνθρωποι θα μπορούσαν δυνητικά να γίνουν Αριστοτέλης, Γκάντι, Αϊνστάιν και Μότσαρτ. Η ιδέα της φυσικής μεγαλοφυΐας ή ιδιοφυΐας δεν είναι παρά ένα ιδεολόγημα, επινοημένο από εκείνους που προσπαθούν να κρατήσουν τις λαϊκές μάζες στην αμορφωσιά και την ακαλλιεργησία. Μεταφέροντας, τώρα, την ίδια λογική στην περιοχή της μουσικής, κάποιοι θεωρούν ότι το αυτονόητο για τις σύγχρονες πλουραλιστικές κοινωνίες δημοκρατικό δικαίωμα κάθε είδους μουσικής να ακούγεται συνεπάγεται και την «φυσική» (εν προκειμένω αξιολογική) ισότητα όλων των ειδών μουσικής. Επομένως, οι δήθεν ανισότητες μεταξύ τους δεν αποτελούν παρά επινόηση όσων προσπαθούν να επιβάλλουν τις δικές τους μουσικές προτιμήσεις έναντι των άλλων. Πίσω από τις δήθεν αξιολογικές διαφορές μεταξύ των διάφορων ειδών μουσικής δεν κρύβονται παρά διαφορές προτίμησης. Και φυσικά, η επιχειρούμενη ιεράρχηση των ειδών μουσικής με επικεφαλής την έντεχνη μουσική δεν αποτελεί παρά έκφραση της αισθητικής ιδεολογίας της δυτικής άρχουσας τάξης, της κοινωνικοοικονομικής ελίτ.
Δύο είναι οι κύριες στρατηγικές των θιασωτών μιας τέτοιας αντίληψης. Η πρώτη, ότι η Μουσική είναι μία. Οι διαφορές μεταξύ των ειδών μουσικής είναι διαφορές έκφανσης μίας και μοναδικής μουσικής ουσίας, συμβεβηκότα μίας και μοναδικής μουσικής υπόστασης. Με απλά λόγια, όπως κάθε άνθρωπος, όσο διαφορετικός κι αν δείχνει από τους άλλους, δεν παύει να είναι άνθρωπος, έτσι και κάθε μουσική, όσο διαφορετική κι αν δείχνει από τις άλλες, δεν παύει να είναι μουσική. Οι μόνες αξιολογικές διαφοροποιήσεις που είναι θεμιτές και δίκαιες, εγγράφονται στο εσωτερικό του κάθε μουσικού είδους χωριστά. Έτσι, ενώ, για παράδειγμα, είναι άδικο να μιλάμε για «καλή» κλασική μουσική και για «κακή» ποπ μουσική, μπορούμε να μιλάμε δίκαια για «καλή» και «κακή» σονάτα ή για «καλό» και «κακό» ποπ τραγούδι. Κάθε είδος έχει τα δικά του κριτήρια αξιολόγησης και όλα τους είναι ισότιμα παιδιά της ίδιας μητέρας, της Μουσικής με κεφαλαίο «Μ». Βέβαια, όταν κάθε «παιδί» κάνει τα δικά του «παιδιά» αυτά δεν είναι όλα ίσα, αφού σε αυτήν ειδικά την περίπτωση, όπως είδαμε, υπάρχουν κριτήρια αξιολόγησης. Και επειδή το σκεπτικό αυτό δημιουργεί προβλήματα συνέπειας, μπορεί κανείς να πάει ένα βήμα παραπέρα και να ικανοποιήσει το «δημοκρατικό» του αίσθημα ή την αρχή της «πολιτικής ορθότητας» απορρίπτοντας τα αξιολογικά κριτήρια και για τα «παιδιά» των «παιδιών». Έτσι, όλοι είναι «ίσοι» και, επομένως, ευτυχισμένοι. Αν κανείς τολμήσει να διαφοροποιήσει αξιολογικά την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν λ.χ. με ένα από τα χιλιάδες «σκυλοτράγουδα» των κέντρων νυκτερινής διασκέδασης της Εθνικής Οδού, θα πρέπει να καταγγελθεί ως πολιτισμικός ρατσιστής και αλαζόνας ελιτιστής. Και εν πάσει περιπτώσει, αν τα καλλιτεχνικά κριτήρια δεν είναι παρά φασίζοντα ιδεολογήματα, τότε δεν μένει παρά η ετυμηγορία των πολλών∙ και αν περισσότεροι προτιμούν το «σκυλοτράγουδο» από την Ενάτη Συμφωνία, κάτι θα ξέρουν. Ενδεχομένως η αυθορμησία της επιλογής λέει κάτι για την αξία κάθε μουσικής και ίσως θα έπρεπε να σκεφτούμε το ενδεχόμενο να αναποδογυρίσει η ιεραρχική «πυραμίδα» των μουσικών ειδών και να τοποθετηθεί η Μαντόνα ψηλότερα από τον Μπετόβεν. Γιατί όχι; Στους μεταμοντέρνους και νεοφιλελεύθερους καιρούς μας όλα γίνονται.
Η άλλη στρατηγική, περισσότερο της μόδας στους κύκλους των μουσικολόγων, πρεσβεύει πως δεν μπορεί να υπάρχει ένας ορισμός για τη μουσική, αλλά τόσοι όσα και τα διαφορετικά είδη μουσικής. Επομένως, πιο δόκιμος από τον όρο «μουσική» είναι ο όρος «μουσικές». Η μουσική δεν είναι «μία» αλλά πολλές». Σύμφωνα με τους θιασώτες αυτής της αντίληψης, το διαφορετικό νόημα που έχει κάθε είδος μουσικής για διαφορετικούς ακροατές καθορίζει τον εκάστοτε ορισμό του όρου μουσική. Με απλά λόγια, μουσική είναι αυτό που εγώ ή η κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκω κατανοούν ως μουσική και όχι κάποια δήθεν αντικειμενικά γνωρίσματα της μουσικής ως ενός εξωτερικού σε μένα ηχητικού γεγονότος. Τα αληθινά κριτήρια δεν μπορεί παρά να είναι υποκειμενικά όσο η μουσική αφορά ζωντανούς ανθρώπους με συγκεκριμένη και διαφοροποιημένη πολιτισμική και κοινωνική ταυτότητα και όχι δήθεν «αποστασιοποιημένους» επιστήμονες / ερευνητές. Για συγκρισιμότητα, πόσο μάλλον για ιεράρχηση ειδών μουσικής, ούτε να γίνεται λόγος εδώ. Κάθε μουσική είναι σαν ένα νησί, απολύτως απομονωμένη ως προς το νόημά της από κάθε άλλη. Οι όποιες προσπάθειες σύγκρισης μεταξύ των «μουσικών» θα ήταν σα να προσπαθεί κανείς να γεφυρώσει την Σαντορίνη με την Κρήτη ή τη Θάσο με το Ρόδο. Αν ετίθετο ζήτημα ισότητας, οι υποστηρικτές του δόγματος «δεν υπάρχει μουσική αλλά μουσικές» θα απαντούσαν ότι αν οι «μουσικές» είναι ίσες, τότε είναι ως προς την απόλαυση και την ικανοποίηση που προσφέρουν η κάθε μία στους δικούς τους ακροατές∙ αν, για παράδειγμα, τόσο ο ακροατής της κλασικής μουσικής όσο και αυτός της ποπ αποκομίζουν αμφότεροι θετικά συναισθήματα από τη μουσική της προτίμησής τους, τότε αυτές οι μουσικές μπορούν να θεωρηθούν, ως προς το σημείο αυτό και μόνο, ίσες και ισότιμες. Η ισότητα αποκαταστάθηκε και όλοι είναι ευχαριστημένοι. Η αισθητική «δημοκρατία» για μία ακόμη φορά θριάμβευσε.
Αρχίζουμε τώρα να συνειδητοποιούμε ότι τα παραπάνω διαφορετικά, κατά τα φαινόμενα, δόγματα δεν είναι παρά οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος. Είτε η μουσική κατανοείται ως μία είτε ως πολλές, το κοινό ζητούμενο είναι να διαψευσθούν και να καταγγελθούν ως ιδεολογικά ψεύδη οι διαφορές αξίας μεταξύ των ειδών μουσικής. Είτε τα τελευταία είναι «παιδιά» μιας και της αυτής «μητέρας» είτε γαλαξίες εκατομμύρια έτη φωτός απομακρυσμένοι ο ένας από τον άλλο, το συμπέρασμα είναι το ίδιο: η μουσική ανισότητα, όπως αυτή κι αν κατανοείται, είναι όχι μόνο πλάνη αλλά και κάτι χειρότερο, αισθητικός ρατσισμός και πολιτισμικός ιμπεριαλισμός. Το δημοκρατικό δικαίωμα κάθε μουσικής να ακούγεται στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες δεν εκφράζει παρά την «φυσική» (=αξιολογική) τους ισότητα, που πρέπει να θεωρείται δεδομένη και αδιαπραγμάτευτη.
Κάνοντας όμως λόγο περί ισότητας κάτι ουσιαστικό διαφεύγει στους απολογητές και των δύο δογμάτων. Η ισότητα προϋποθέτει κάποιο κριτήριο σύμφωνα με το οποίο δύο διαφορετικά πράγματα κρίνονται ως ίσα. Με άλλα λόγια, το ερώτημα είναι ως προς τι είναι ίσα δύο διαφορετικά είδη μουσικής: ως προς την απόλαυση που προσφέρουν, ως προς το νόημα που έχουν για ένα κοινό ακροατήριο, ως προς την επιβεβαίωση της κοινωνικής και πολιτισμικής ταυτότητας που παρέχουν, ως προς τις καλλιτεχνικές τους ιδιότητες; Αν για τα τρία πρώτα από τα τέσσερα αυτά κριτήρια σύγκρισης, διαφορετικά είδη μουσικής μπορούν εύκολα να κριθούν ως ίσα, με την έννοια ότι μπορούν να προσφέρουν «ίση» απόλαυση, νόημα, επιβεβαίωση ταυτότητας σε διαφορετικά άτομα ή κοινωνικές ομάδες, για το τελευταίο κριτήριο, αυτό των καλλιτεχνικών ιδιοτήτων, κάτι τέτοιο δύσκολα μπορεί να ειπωθεί. Μία μουσική είναι μελωδικά, ρυθμικά, αρμονικά σύνθετη, μια άλλη απλή, μία πολυφωνική, άλλη μονοφωνική, μία εξαιρετικά διαφοροποιημένη ως προς το θεματικό της υλικό, άλλη δεν επαναλαμβάνει παρά μία μελωδία, ένα μοτίβο, ακόμα και ένα ρυθμικό παλμό κ.ο.κ. Από αυτή την σκοπιά οι «μουσικές» είναι τόσο άνισες, όσο η φυσική ανισότητα για την οποία κάνει λόγο ο μεγάλος υπερασπιστής της κοινωνικής ισότητας Ρουσσώ και την οποία προειδοποιεί ότι δεν πρέπει να συγχέουμε με την κοινωνική ανισότητα: όσο παράλογο και ιδεολογικά επιλήψιμο είναι να εξηγούμε την κοινωνική ανισότητα στη βάση της φυσικής ανισότητας των ανθρώπων (π.χ. οι πλούσιοι είναι πλούσιοι επειδή είναι έξυπνοι, ικανοί και εργατικοί, άρα δικαίως είναι πλούσιοι), άλλο τόσο παράλογο και αφελές είναι να επιδιώκουμε την κοινωνική ισότητα διαψεύδοντας την φυσική ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων. Κατ’ αναλογία, όσο άδικο είναι να αποκλείονται από το μουσικό δημόσιο χώρο είδη μουσικής στη βάση της καλλιτεχνικής τους ανισότητας, άλλο τόσο άδικο είναι να διαψεύδεται η καλλιτεχνική ανισότητα προκειμένου να επιτυγχάνεται η ισότιμη πρόσβαση κάθε είδους μουσικής στο μουσικό δημόσιο χώρο. Η τελευταία θα έπρεπε να είναι ούτως η άλλως εγγυημένη ανεξαρτήτως της καλλιτεχνικής ανισότητας των μουσικών ειδών.
Οπότε εδώ ανακύπτουν δύο εύλογα ερωτήματα: ποιους εξυπηρετεί η προάσπιση της καλλιτεχνικής ισότητας στη μουσική και, εντέλει, η μουσική είναι μία ή πολλές; Στην πρώτη ερώτηση θα μπορούσε να δοθεί η ακόλουθη απάντηση: η προάσπιση της καλλιτεχνικής ισότητας εξυπηρετεί όλους όσους έχουν συμφέρον το αντίτιμο για την κατανάλωση της μουσικής να μην βασίζεται στην καλλιτεχνική της αξία αλλά στους μηχανισμούς κατασκευής αξίας∙ με άλλα λόγια, εξυπηρετεί τη μουσική βιομηχανία και εμπορία με την ευρύτερη δυνατή έννοια. Οι κύκλοι αυτοί επιδιώκουν η αξία ενός μουσικού προϊόντος να βασίζεται στη ζήτηση που οι ίδιοι δημιουργούν τεχνητά. Επιπροσθέτως, το κέρδος από την κατανάλωση αυτού του προϊόντος είναι τόσο μεγαλύτερο όσο μικρότερο είναι το κόστος παραγωγής του. Που σημαίνει ότι οι παραπάνω οικονομικοί κύκλοι έχουν κάθε λόγο και συμφέρον να πωλούν κυριολεκτικά «φύκια για μεταξωτές κορδέλες». Το να υιοθετήσουν τη θέση περί καλλιτεχνικής ανισότητας των ειδών μουσικής, θα σήμαινε απλά να τοποθετηθούν ενάντια στα συμφέροντά τους. Στο χώρο τώρα της περί της μουσικής επιστήμης, της μουσικολογίας, η υπεράσπιση της αξιολογικής ισότητας των μουσικών ειδών σχετίζεται άμεσα με το κύρος κλάδων της μουσικολογίας που μελετούν όλα τα είδη μουσικής πλην της έντεχνης ευρωπαϊκής. Υπάρχει σε αυτούς του κύκλους διάχυτος ο ανομολόγητος και αδικαιολόγητος φόβος ότι το ύψος της καλλιτεχνικής στάθμης της μουσικής που μελετούν θα μπορούσε να θίξει στα μάτια της επιστημονικής κοινότητας την αξία της επιστήμης τους. Κάτι που είναι εντελώς παράλογο, καθώς η αξία μιας επιστήμης δεν καθορίζεται σε καμία περίπτωση από την αξία του αντικειμένου της, αλλά από τη μέθοδό της. Μπορώ, για παράδειγμα, να μελετήσω με τις πιο εκλεπτυσμένες κοινωνιολογικές μεθόδους το φαινόμενο του λούμπεν λαϊκού τραγουδιού, κοινώς του «σκυλάδικου», χωρίς να ζημιώνεται στο ελάχιστο το κύρος της επιστήμης μου και χωρίς να είμαι υποχρεωμένος να υπερασπιστώ την καλλιτεχνική αξία του αντικειμένου της μελέτης μου.
Στο δεύτερο ερώτημα, είναι τελικά η μουσική μία ή πολλές, η απάντηση δείχνει σε πρώτη όψη κάπως παράδοξη: και μία και πολλές, ούτε μία ούτε πολλές. Η σχέση μεταξύ της έννοιας της μοναδικότητας και αυτής της πολλαπλότητας είναι σχέση διαλεκτική: ούτε η ενότητα μπορεί να νοηθεί χωρίς πολλαπλότητα, ούτε η τελευταία χωρίς ενότητα (όπως δεν μπορεί το φως να νοηθεί χωρίς το σκοτάδι, το θετικό χωρίς το αρνητικό, το θηλυκό χωρίς το αρσενικό κ.ο.κ.). Όπως κάθε άνθρωπος είναι ταυτόχρονα μοναδικός και δείγμα του είδους του, έτσι και κάθε μουσικό έργο ή μουσικό είδος είναι μοναδικό και ταυτόχρονα δείγμα του γένους του, της μουσικής. Και η μουσική δεν έχει άπειρους δυνατούς ορισμούς, αλλά τουλάχιστον έναν, όσο γίνεται πιο γενικό: είναι η ποικιλόμορφη ενασχόληση του ανθρώπου με τους ήχους όχι χάριν της γλωσσικής, αλλά μιας βαθύτερης, αισθητικής έκφρασης και επικοινωνίας. Στο εσωτερικό αυτής της ενασχόλησης όμως, δεν είναι όλες οι επιδόσεις ίσες, όπως δεν είναι στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία, στην ποίηση και τη λογοτεχνία, στις εικαστικές τέχνες και τη διακόσμηση. Το να θέλει κανείς αυτό να το παραδεχτεί, σημαίνει ότι έχει τοποθετηθεί επέκεινα των τεχνητών διαχωρισμών της ανθρωπότητας σε πολιτισμούς-νησιά και έχει ασπαστεί την αντίληψη ότι, ανεξάρτητα της πολιτισμικής προέλευσης μίας επίδοσης στη γνώση και την τέχνη, αυτή μπορεί να αποκτήσει οικουμενική αξία κατανοούμενη ως επίτευγμα της συνολικής ανθρωπότητας. Περιπτώσεις όπως αυτές της κινεζικής εφεύρεσης του χαρτιού, του αραβικού αριθμητικού συστήματος, της αριστοτελικής λογικής και της δυτικοευρωπαϊκής επιστήμης, της ινδικής φιλοσοφίας της γιόγκα αλλά και της δικής μας ευρωπαϊκής έντεχνης μουσικής, που είναι φτιαγμένη έτσι ώστε να ξεπερνά τους αρχικούς βιωματικούς της περιορισμούς και να απευθύνεται, δυνάμει, σε ολόκληρη την ανθρωπότητα (παράδειγμα η έξοχη εκτέλεση της μουσικής του Μότσαρτ από τη νεοσύστατη Συμφωνική Ορχήστρα του Πεκίνου κατά το έτος Μότσαρτ το 2006), είναι εξόχως ενδεικτικές.
Το να αποδέχεται κανείς όμως την καλλιτεχνική ανισότητα των ειδών μουσικής και ταυτόχρονα την ισότητά τους ως προς την πρόσβαση στο μουσικό δημόσιο χώρο έχει πρακτικές συνεπαγωγές. Δεσμεύει όσους ασκούν μουσική πολιτική να μην επιτρέπουν το σφετερισμό του χώρου που ανήκει σε ένα είδος μουσικής από κάποιο άλλο: το σφετερισμό των αιθουσών συναυλιών από αστικολαϊκούς εμπορικούς ή δημώδεις καλλιτέχνες, το σφετερισμό του ραδιοφωνικού χώρου της έντεχνης μουσικής από άλλα είδη, τη στιγμή που γι’ αυτά υπάρχει ήδη άφθονος δικός τους ραδιοφωνικός χώρος (αναρωτήθηκε άραγε κανείς γιατί δεν θεωρείται αυτονόητο σε ένα σταθμό λαϊκής, ροκ ή ποπ μουσικής να ακουστεί κλασική μουσική, όταν κάποιοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι το αντίθετο είναι εξόχως αυτονόητο, δίκαιο και πολιτικά ορθό;), το σφετερισμό του εκπαιδευτικού χώρου της έντεχνης μουσικής από μπουζούκια, αρμόνια, λαϊκούς τραγουδιστές. Δεσμεύει την Πολιτεία να ενισχύει τα είδη μουσικής πρωτίστως κατά την καλλιτεχνική και παιδευτική τους αξία, ιδιαίτερα εφόσον δεν απολαμβάνουν οικονομικής και θεσμικής στήριξης από εύρωστους ιδιώτες. Δεσμεύει τους παιδαγωγούς να μην αναπαράγουν άκριτα τα μουσικά ιδεολογήματα του οικονομικού κατεστημένου μέσα στα σχολεία, αλλά να προάγουν τη γνώση, την καλαισθησία και το κριτικό πνεύμα στα πράγματα της μουσικής. Πρωτίστως όμως δεσμεύει τους καλλιτέχνες να μην υποχωρούν στις «σειρήνες» της εμπορικότητας και να μην εξαπατούν τους εαυτούς τους αποδεχόμενοι ως άλλοθι ιδεολογήματα του τύπου «Η μουσική είναι μία». Όσο καλό κι αν είναι ένα τραγούδι των Beatles σε σχέση με άλλα κατασκευάσματα της εμπορικής μουσικής, ποτέ δεν θα μπορέσει -και άλλωστε δεν χρειάζεται- να φτάσει καλλιτεχνικά μια σονάτα του Μπετόβεν, του Σούμπερτ ή του Μότσαρτ. Και αυτό το ξέρουν πολύ καλά όσοι αφιέρωσαν χρόνια ολόκληρα της ζωής τους στη βάσανο της ολοκληρωμένης μουσικής εκπαίδευσης και στην ιδέα της μουσικής ως τέχνης.
Μάρκος Τσέτσος
mtsetsos@music.uoa.gr
(Νοέμβριος 2011)
Views: 59