Ομιλία του Μανώλη Καλομοίρη στη Θεσσαλονίκη:
Είμαι βαθιά συγκινημένος που ύστερα από τόσα και τόσα χρόνια και τόσους καιρούς δίσεχτους και βασανισμένους μου δίνεται η χαρά να επικοινωνήσω με το κοινό της Θεσσαλονίκης που με συνδέουν τόσες ωραίες παλιές καλλιτεχνικές και πατριωτικές αναμνήσεις και να μιλήσω για την Ελληνική μουσική παράδοση που με τη συνεργασία όλων των μουσικών μας προσπαθούμε να διαφυλάξουμε και να αναπτύξουμε.
Η μουσική αυτή παράδοση με κόπους και μόχθους, με αγώνες, με υλικές στερήσεις, συχνά με αθόρυβους ηθικούς ηρωισμούς την εδημιούργησαν φάλαγγες αφανών, γνωστών και αγνώστων εργατών της μουσικής τέχνης από τους Εφτανήσιους διδασκάλους, τον Καρέρ, τον Μάντζαρο, τον Ξύντα, τον Σαμάρα, τον Λαυράγκα, τους Αδελφούς Λαμπελέτ ως τον κύκνο της Μακεδονίας, τον αείμνηστο Ριάδη και από τους ιεροψάλτες και τους μουσικολόγους που διασώζουν τους θησαυρούς της εκκλησιαστικής μας μουσικής ως τους ταπεινούς μουσικοδασκάλους τους βιοπαλαιστές μουσικούς των φιλαρμονικών μας και των συμφωνικών ορχηστρών και ως τους ηρωικούς προμάχους της μελοδραματικής ιδέας στην Ελλάδα, τους τραγουδιστές και τους απλούς ακόμη χορωδούς που όλοι με αυτοθυσία συνετέλεσαν και συντελούν στη σημερινή σχετική άνθιση της Ελληνικής Μουσικής.
Όμως η μουσική αυτή παράδοση συνδέεται άμεσα ή έμμεσα θεληματικά ή αθέλητα, μέσα στον κύκλο και το πέρασμα των αιώνων, με τους αγνώστους και αφανείς εκείνους ραψωδούς του χωριού και του κάμπου, τους λυράρηδες, τους λαλητάδες της φλογέρας και του ζουρνά, τις μοιρολογίστρες, τους αηδονόλαλους τραγουδιστές της κλεφτουριάς και του αρματολικιού που κρατήσανε ακοίμητη κι αστείρευτη την «παγάν λαλέουσαν» της μελωδίας του λαού μας. Συνεχιστές και θεματοφύλακες σε μιαν αιωνόβια και παλιά παράδοση, την μετεβίβασαν σε μας τους νεώτερους, ατίμητο θησαυρό, φάρο και οδηγό μας στο τρικυμισμένο πέλαγο της σύγχρονης νεώτερης μουσικής τέχνης.
Τον άγνωστο αυτό ραψωδό, τον αφανή ποιητή και μουσουργό του Ελληνικού δημοτικού τραγουδιού χαιρετίζω σαν τον δοξασμένο πρόγονο της σημερινής ελληνικής μουσικής δημιουργίας και γι’ αυτόν θα ήθελα σήμερα να σας μιλήσω και να τονίσω τη σημασία του μέσα στον κύκλο της νεοελληνικής τέχνης
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές εκδηλώσεις του λαϊκού πολιτισμού ενός Έθνους είναι και η μουσική του διάθεση. Με άλλα λόγια η απόδοση των συναισθημάτων που δονούν τη λαϊκή ψυχή με ρυθμούς και με ήχους. Τα μουσικά μνημεία, γραπτά ή κατά παράδοση, που διασώζουν τη λαϊκή μουσική έμπνευση, το λαϊκό μουσικό ξέσπασμα, το λαϊκό μέλισμα αποχτούνε έτσι μια πρωταρχική σημασία μέσα στη γενικότερη διαμόρφωση της εθνικής τέχνης.
Ένας από τους σημαντικότερους σταθμούς, ίσως μάλιστα ο πιο σημαντικός από τις λαϊκές αυτές μουσικές εκδηλώσεις, είναι ασφαλώς το δημοτικό τραγούδι. Το απλό, το απέριττο λαϊκό μελώδισμα, που τόσο το μέλος του όσο και η ποίησή του βγήκανε απ’ την ψυχή, την καρδιά και την έμπνευση του ίδιου του λαού. Το μέλος, φυσικά, πριν από πολλά ή και λίγα χρόνια, θα τραγουδήθηκε ή θα λαλήθηκε για πρώτη φορά από κάποιον άγνωστο τραγουδιστή ή οργανοπαίχτη που θα το πρωτοσχεδίασε. Από στόμα όμως σε στόμα, κι από χωριό σε χωριό, κι από στεριές και πέλαγα και μυρωμένα νησάκια, που οι φτερωτοί του ήχοι πέρασαν, ο λαός το διέπλασε, το αφομοίωσε, το μετασχημάτισε και το έκανε ολότελα δικό του. Δίκαια, λοιπόν, θεωρείται κτήμα του λαού, και ο άγνωστος πρωταρχικός του λαϊκός συνθέτης χάνεται μέσα στη σειρά τη μεγάλη των επίσης ανώνυμων συνεργατών του.
Κάτι παρόμοιο υποστηρίζει παραστατικότατα και ο αείμνηστος καθηγητής και λαογράφος Νικόλαος Πολίτης στη διάλεξή του για τους γνωστούς ποιητάς δημοτικών ασμάτων.
«Εις των πολλών, λέγει ο Πολίτης, έχων το χάρισμα της στιχουργικής δεξιότητας και το μουσικόν αίσθημα ανεπτυγμένον, υπείκων και εις εσωτερικήν ώθηση, εις στιγμήν εξάρσεως συνθέτει το άσμα, ταυτοχρόνως εξευρίσκων τον ρυθμόν και το μέλος ή προσαρμόζων εις γνωστά.
Το άσμα τούτο ευκόλως παραλαμβάνει άλλος της αυτής μορφώσεως και επαναλαμβάνει, όταν διατελεί εις παρομοίαν ψυχικήν διάθεσιν, διότι διαβλέπει εν αυτώ αποτύπωσιν των σκέψεων και των συναισθημάτων του, επιφέρων ενίοτε εις αυτό σημαντικάς μεταβολάς, δια να καταστήση πληρεστέραν την ουμφωνίαν αυτού προς τα ίδια συναισθήματα».
Ειδικότερα θα παρατηρούσα εγώ για τη μουσική, πως η πρωταρχική μελωδική έμπνευση του λαϊκού ραψωδού ή η προσαρμογή του σε γνωστό μέλος για να μπορέση να γίνει χτήμα των πολλών και να δονήση τη λαϊκή ψυχή, είναι απαραίτητο να βασίζεται στο τονικό και ρυθμικό αίσθημα του λαού, αλλιώς το μέλος, όσον ωραίο και αν είναι αυτό καθ’ εαυτό, δεν θα αφομοιωθεί από τη μάζα και είτε θα παραμείνη ξένο και άγνωστο στα χείλη και την ψυχή του λαϊκού τραγουδιστή ή του λαϊκού οργανοπαίχτη, είτε θα παραμορφωθή από αυτόν για θα προσαρμοσθή στους πατροπαράδοτους τονικούς νόμους του λαού μας.
Θυμάμαι, πριν από αρκετά χρόνια στο Ρέθυμνο της Κρήτης είχα την τύχη να ακούσω ένα λαμπρό λαϊκό λυράρη. Ήτανε τελείως ανεπηρέαστος και ανέγγιχτος από της Δυτικής μουσικής τα διδάγματα. Μου ετραγούδησε στις χορδές της λύρας του θαυμάσιες κοντυλιές και μαντινάδες και εδόνησαν την ψυχή μου οι σκοποί και οι ρυθμοί του ηρωϊκού πεντοζάλη και της μεθυστικής σούστας οι εναλλασσόμενοι μελωδικοί θησαυροί. Κάποια στιγμή όμως ο καλός λυράρης θέλησε να μου δείξει και τη δύναμή του σε σκοπούς Ευρωπαϊκού γένους και βάρεσε στις χορδές της λύρας του τον Εθνικό μας ύμνο, καθώς και γνωστό Ιντερμέδιο της Καβαλλαρέας Ρουστικάνας, που θα είχεν ακούσει από καμιά φιλαρμονική ή από τη Στρατιωτική μπάντα των Χανιών. Κατάπληκτος τότε άκουσα το μείζονα τρόπο του Ύμνου και του Ιντερμέτζου να μετατρέπεται από το λαϊκό λυράρη πότε στο λυδικό των Γρηγοριανών ήχων ή τον υπολυδικό της αρχαίας ελληνικής θεωρίας με την κατά ημιτόνιο αυξημένη τετάρτη βαθμίδα και πότε πάλι στο λεγόμενο ανάμικτο μείζονα, το λύδιο και τον υπολύδιο της Βυζαντινής μας μουσικής. Με τον τρόπο αυτόν ο καλός λυράρης είχε προσαρμόσει την τονική από τις ξενότροπες γι’ αυτόν συνθέσεις στο δικό του τονικό αίσθημα, αδιαφορώντας αν αυτό αλλοίωνε το καθαυτό άκουσμα της μουσικής που εκτελούσε.
Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία πως στον Ελληνικό λαό ακόμη και σήμερα, όπως και σε μερικούς άλλους λαούς, παραμένει ολοζώντανο το τονικό σύστημα των παλαιών ήχων, που στη Δύση έχει εκτοπιστεί προ πολλού από το σύστημα του μείζονα και του ελάσσονα τρόπου. Το τονικό αυτό αίσθημα ενώνει μέσα στο πέρασμα του χρόνου, σε μιαν αόρατη χρυσή μουσική αλυσίδα, τον Ελληνικό λαό, όχι μόνο με την εκκλησιαστική του Βυζαντινή παράδοση, αλλά ακόμη και με τη θεωρία της αρχαίας ελληνικής μουσικής, που η πράξις της δυστυχώς μας είναι σχεδόν απρόσιτη. Εξάλλου το τονικό αυτό αίσθημα του Ελληνικού λαού συγγενεύει λίγο ή πολύ και με την Ανατολική, την Αραβική, τη Σλαυϊκή, ακόμα και τη Σκανδιναυϊκή αλλά και την Ινδική μουσική.
Αντίθετα με τους Δυτικούς λαούς, τους Γάλλους, τους Ιταλούς, τους ¶γγλους, τους Γερμανούς, το τονικό μας αίσθημα εφάπτεται πολύ λιγότερο γιατί οι προηγμένοι στην πολυφωνία Δυτικοί λαοί, και στη λαϊκή τους ακόμη μουσική, κυριαρχούνται από το μείζονα και τον ελάσσονα τρόπο.
Και μπορούμε, νομίζω, να υποστηρίξουμε, χωρίς υπερβολικό σωβινιστικό εγωισμό, πως η αχτινοβολία της Ελληνικής μουσικής, τόσο από τα δοξασμένα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όσο και αργότερα από τη δόξα και τη φήμη της Βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής κι από τον υπέρτερο πολιτισμό του ελληνικού λαού επηρέασε πολύ περισσότερο τη μουσική των Ανατολικών και Σλαυϊκών λαών από ό,τι αντίστροφα τα χρόνια της δουλείας του Έθνους μπορεί να βάλανε τη σφραγίδα τους στις μουσικές εκδηλώσεις του λαού μας.
Εγώ ατομικά πιστεύω πως οι χρόνοι της δουλείας όχι μόνο δεν αλλοίωσαν το Ελληνικό λαϊκό αίσθημα, αλλά αντίστροφα ο Ελληνικός μουσικός πολιτισμός επέδρασε και στη διαμόρφωση της μουσικής των καταχτητών του. Βέβαια η δουλεία σταμάτησε και ανέκοψε την τεχνική και επιστημονική εξέλιξη της Ελληνικής Βυζαντινής μουσικής. Χωρίς τη δουλεία και τους αγώνες του Έθνους εναντίον των Φράγκων και των Τούρκων ίσως η πολυφωνία που στη Δύση άρχισε να πειραματίζεται δειλά και δισταχτικά από το δέκατο περίπου αιώνα με βάση τους Γρηγοριανούς ήχους, να ανθούσε στο Βυζάντιο με βάση τους τρόπους της Ανατολικής εκκλησίας.
Όμως η δουλεία, σταματώντας την Ελληνική τεχνική μουσική, έφερε μιαν όλως εξαιρετική άνθηση και ωρίμανση τόσα στη λαϊκή ποίηση όσο και στη λαϊκή μουσική της Ελληνικής φυλής. Ο ελληνικός λαός, σαν το τυφλωμένο και φυλακισμένο στο στενό του κλουβί αηδόνι, ξέσπασε όλο του τον πόνο όλο του τον καημό, όλο του τον αγώνα ΣΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ. Η δημοτική μελωδία, το λαϊκό τραγούδι, το ψυχικό αυτό ξέδομα του Ελληνικού λαού, της Ρωμιοσύνης, έφτασε σε μια τέλειαν ενότητα μέλους και λόγου, σε μια τέτοια εκφραστική πληρότητα, σε μια τέτοια συγκλονιστική λιτότητα, που πολύ σπάνια θα συναντήσουμε σε ανάλογα ξένα λαϊκά συνθέματα.
Έτσι ο άγνωστος μουσουργός του δημοτικού τραγουδιού συνεχίζει τη μεγάλη και δοξασμένη Πανάρχαια παράδοση της Ελληνικής μουσικής και κρατάει αναμμένη τη δάδα της, για να προσφέρει το άσβεστό της φως, μέσα από τους αιώνες, στο νεώτερο Έλληνα μουσικό και στο νεώτερο Ελληνικό πολιτισμό.
Εκτός όμως από το λαϊκό, το δημοτικό τραγούδι, και η λαϊκή οργανική και χορευτική μουσική εφύλαξε ζηλότυπα για μας, τους νεώτερους, ζωντανά τα παλιά ηχοσκόπια της Ελληνικής Μούσας. Εδώ, τη θέση του λαϊκού τραγουδιστή παίρνει ο λαϊκός ραψωδός, που όσο κι αν είναι αυτοσχέδιος, μπορεί να χαρακτηρισθεί και λίγο πολύ σαν ένας λαϊκός επαγγελματίας μουσικός. Η οργανική απόδοση, ακόμη και η λαϊκή χρειάζεται κάποια τεχνική κατάρτιση και εξάσκηση που οπωσδήποτε προϋποθέτει μιαν ιδιαίτερην επίδοση και κάποιον επαγγελματισμό.
Οι λαλητές της φλογέρας και του ζουρνά, οι λυράρηδες της Κρήτης, οι ποιητάρηδες και βιολάρηδες της Κύπρου, οι κεμεντσετζίδες του Πόντου, οι γύφτοι της Ηπείρου, οι βιολιτζήδες του Μεσολογγιού κρατούνε την οργανική μουσική παράδοση και την μεταδίνουν από γενιά σε γενιά, ανέγγιχτη και πανέμορφη. Αυτοί στους γάμους και στα πανηγύρια, στις γιορτές και στα γλέντια, δημιουργούνε καινούριους χορευτικούς ρυθμούς και αυτοσχεδιάζουνε παραλλαγές επάνω στα παλιά τ’ αχνάρια. Το βιολί και το τραγούδι του θρυλικού Μπαταριά στο Μεσολόγγι υψώνεται σύμβολο, που τραγουδιέται από έναν Παλαμά κι από ένα Μαλακάση. Σύμβολο της δύναμης και του πλούτου της λαϊκής Ελληνικής μουσικής φαντασίας και της λαϊκής μουσικής δημιουργίας.
“Του Μπαταριά του ξακουστού τραγούδι εσένα πλάνο
Σ’ ένα σκοπό, Μανιάτικον, αρμονισμένο επάνω
Να σ’ είχα μοιρολόι μου λίγη ώρα πριν πεθάνω…”
λέει ο Μαλακάσης σε κάποιο τρίστιχό του, αφού στους γνωστούς μοναδικούς στίχους του για τον Μπαταριά έχει υμνήσει το τραγούδι και το βιολί του Μεσολογγίτη ραψωδού.
Έτσι ο νέος μουσουργός που θα θελήσει να προχωρήσει στη δημιουργία μιας σύγχρονης Ελληνικής μουσικής γλώσσας με εθνικό χρώμα και χαρακτήρα, βρίσκεται εμπρός σ’ ένα μουσικό και ποιητικό θησαυρό εξαιρετικής ομορφιάς και πλούτου, που του χαρίζει ο άγνωστος λαϊκός μουσουργός που είναι αυτός ο ίδιος ο Ελληνικός λαός.
Από τα βουνά της Μακεδονίας ή τις κοιλάδες του Στρυμόνα και του Αξιού ως της Κρήτης και της Κύπρου τ’ ακρογιάλια και από της Κέρκυρας τα γαλανά νερά ως τα διαμαντόσπαρτα νησιά του Αιγαίου, όσου Ελλάδα και Ελληνισμός, το Ελληνικό λαϊκό τραγούδι αντηχεί παντού, πότε χαρούμενο, πότε – πιο συχνά – παθητικό, πάντα ευγενικό, λιτό, ιδιότυπο. Είναι ο αντίλαλος του πόνου, της ελπίδας, της χαράς της Εθνικής ψυχής.
Η λαϊκή μας οργανολογία πλουσιωτάτη, με την κρητική λύρα, τη φλογέρα, το ζουρνά, το μπουζούκι, τον ταμπουρά και με άλλα όργανα κοινά με τη Δύση ή την Ανατολή, όπως το κλαρίνο, το βιολί, το μαντολίνο, την κιθάρα, το σαντούρι, το κανόνι, παρουσιάζει όλα τα χρώματα κι όλες τις δυνατότητες που μπορούμε να βρούμε στις μουσικές εκδηλώσεις ενός λαού. Μόνον οι ηχητικοί και μελωδικοί θησαυροί των λυράρηδων της Κρήτης θα αρκούσανε για να σταθεί η Ελληνική λαϊκή Μούσα στην πρώτη σειρά της παγκόσμιας λαϊκής μουσικής τέχνης.
Μόνον τα κλέφτικα τραγούδια της Ρούμελης και της Ηπείρου θα αποτελούσανε μια μοναδική προσφορά του Ελληνικού λαού στη διεθνή μουσική λαογραφία, προσφορά που βλέπουμε πόσο επηρέασε τη λαϊκή μουσική των Βαλκανικών λαών και ιδιαίτερα των Βουλγάρων. Μόνο τα δροσερά λαϊκά μοτίβα της Πελοποννήσου και των Νήσων θα έφταναν να πλουτίσουν την παλέτα της Ευρωπαϊκής μουσικής με νέα ανάλαφρα μουσικά χρώματα, γεμάτα από χάρη, ευγένεια και απλότητα.
Μόνον οι Ελληνικοί ρυθμοί των 7 και των 5 ογδόων, έτσι όπως ιδιότυπα αλλά και φυσιολογικά τους συναντούμε στους Ελληνικούς χορευτικούς σκοπούς, θα αρκούσανε για να προσθέσουνε έναν καινούριο τόνο στη ρυθμική αρχιτεκτονική μιας νεώτερης μουσικής.
Αλλά και μόνον ο τρόπος που εκφράζει και αποδίδει την ποιητικήν έννοια το Ελληνικό λαϊκό μελώδισμα που δεν το βρίσκουμε ούτε στην απλή και ελαφρά μελωδικότητα του Δυτικού δημοτικού τραγουδιού, ούτε στην αοριστολόγο και εκνευριστική παράταση του χωρίς σπονδυλική στήλη ψαλμωδίσματος του Αμανέ ή τη μονότονη και επίμονη επανάληψη των Αραβικών τραγουδιών, είναι ενδεικτικός για την καλλιτεχνική διαίσθηση του Ελληνικού λαού και την ανώτερη ποιότητα της μουσικής του ευαισθησίας.
Πάνω όμως και πέρα απ’ όλα αυτά, έχομε τις εθνικές και τις λαϊκές μας παραδόσεις, τους θρύλους, τα παραμύθια μας, όλη την ποίηση του Ελληνισμού και της αιωνίας και δοξασμένης ιστορίας του, έχουμε την μαγευτική Ελληνική φύση, τ’ ακρογιάλια μας, τα κορφοβούνια, τους λόγγους και τις ρεματιές μας. Όλοι αυτοί οι θησαυροί είναι βαθιά κρυμμένοι στα στήθια και την ψυχή του Ελληνικού λαού και της μούσας της Ελληνικής, και όπως στα παραμύθια, περιμένουν τον άξιο, τον άφοβο και τον τολμηρό που θα είχε τη δύναμη να τα κάνει δικά του και να τα βγάλει περίλαμπρα στο φως και στη χαρά του ήλιου, αφού πρώτα σκοτώσει τον Αράπη της ξενομανίας και τον δράκοντα του σχολαστικισμού, που τα φυλάνε ζηλότυπα όπως στα παραμύθια.
Όμως όπως στα παραμύθια, ο θησαυρός κάρβουνο θα γίνει, όταν πέσει στα χέρια που δεν είναι άξια να τον αγγίξουν ή που όπως ο δούλος της γραφής θα τον κρύψουν υπό τον μόδιον. Οι θησαυροί της λαϊκής μας μούσας θα αποτελέσουν την αφετηρία, το ξεκίνημα διά τον Έλληνα συνθέτη που θα θελήσει να πλάσει μια μουσική γλώσσα δική του, μια εθνική μουσική γλώσσα που να μπορέσει να εκφράσει τους παλμούς, τους πόθους, τις ορμές, τις αγάπες της σημερινής, της σύγχρονης ελληνικής ψυχής, αλλά όχι και το τέρμα της προσπάθειάς του.
Έγραφα στα 1914, στον πρόλογο από την πρώτη έκδοση της μουσικής μου επάνω στους «Ιάμβους και Αναπαίστους» του Παλαμά:
«Ένα μέσον, όχι σκοπός, κοντά σε άλλα για την εκδήλωση της Ελληνικής ψυχής στη μουσική, είναι και το δημοτικό μας τραγούδι. Το πλάτεμά του, κάτι ανάλογο με κείνο που έκαναν στο στίχο ο Σολωμός και ο Παλαμάς.
Σωστό να έχουμε μπροστά μας το γερο-Ραψωδό του Χωριού. Όχι όμως για να τον πιθηκίσουμε με σοφή μουσική, παρά για να γίνουμε οι ίδιοι εμείς οι Ραψωδοί της χώρας και της φυλής μας και να την τραγουδήσουμε όπως θα την ετραγουδούσε ο Γερο-Ραψωδός, αν ήτανε κάτοχος των σημερινών τεχνικών μέσων της παγκόσμιας μουσικής».
Αυτή, αγαπητοί φίλοι, πιστεύω πως είναι οι αποστολή του μουσικού, που θα φιλοδοξούσε να δημιουργήσει μια δική του Εθνική γλώσσα. Η επέκταση, η εξέλιξη της αισθητικής και τεχνικής γραμμής που μας εκληροδότησαν οι απλοί και αγνοί άγνωστοι λαϊκοί μουσουργοί σε μια νεοελληνική μουσική γλώσσα, προικισμένη με όλα τα στοιχεία της λαϊκής μουσικής, αλλά συγχρονισμένη και οπλισμένη με όλα τα τεχνικά μέσα και την πρόοδο της νεώτερης παγκόσμιας μουσικής. Η απλή μεταγραφή, και εναρμόνιση ακόμη, ενός λαϊκού τραγουδιού σε ευρωπαϊκή παρασημαντική δεν μπορεί να θεωρηθεί πως αποτελεί μουσική δημιουργία.
Δυστυχώς, γύρω από το Ελληνικό δημοτικό τραγούδι έχουν γίνει αρκετές παρεξηγήσεις και ακόμη περισσότερος θόρυβος σχετικά με τη σημασία του στην όλη διαμόρφωση της Ελληνικής μουσουργίας. Για πολλούς είναι το άπαντον, το σύνολον που γύρω του πρέπει να περιστρέφεται κάθε Ελληνική μουσική έμπνευση, Για άλλους πάλι θεωρείται σαν ένα στοιχείο εντελώς αμελητέο και σαν ένδειξη της δημιουργικής ανεπάρκειας του μουσουργού που το μεταχειρίζεται. Άλλοι πάλι θεωρούν το δημοτικό τραγούδι απροσπέλαστο στους μαιάνδρους της Δυτικής πολυφωνίας και πιστεύουν, πως κάθε απόπειρα για εναρμόνισή του καταστρέφει τον χαρακτήρα και αλλοιώνει την υφή του. Μερικοί πάλι ισχυρίζονται, και όχι εντελώς παράλογα, πως η μετάγγιση της λαϊκής μελωδίας από το λαϊκό στόμα ή το λαϊκό όργανο στο τεχνικό επίπεδο ζημιώνει αισθητικά την απόδοση του Δημοτικού τραγουδιού. Η εκτέλεσή του από νεότερα τεχνικά μουσικά μέσα δεν γεννά τις ίδιες εντυπώσεις, την ίδια συγκίνηση που μας χαρίζει το άκουσμά του στην πηγή και στο φυσικό του περιβάλλον. Αυτό, ως ένα σημείον, είναι αληθινό.
Όταν ένα ανοιξιάτικο Ελληνικό σούρουπο, την ώρα που ο ήλιος χρυσώνει τις γραμμένες μας βουνοκορφές, βρεθούμε σε μια βουνοπλαγιά και ακούσουμε από μακριά τη φλογέρα ενός βοσκού να γλυκολαλάει τον καϋμό του και τα τροκάνια των κοπαδιών ν’ αχολογάνε αρμονικά, ενώ τ’ αεράκι μυρωμένο μας ψιθυρίζει τα αιθέριά του μυστικά κι ο κάμπος φαντάζει ολοπράσινος από κάτω, φυσικά θα νοιώσουμε μια τέτοια ασύγκριτη καλλιτεχνική συγκίνηση, μια τέτοια ψυχική ανάταση, που ίσως να μην την βρούμε ούτε στο άκουσμα της αριστουργηματικής ποιμενικής συμφωνίας του Μπετόβεν.
Δεν είναι όμως μόνον η φλογέρα του τσοπάνου, δεν είναι μόνο τα τροκάνια του κοπαδιού, είναι όλη η φύση, όλη η Μάνα Ελληνική γη, που είχε λαλήσει το προαιώνιο κι αθάνατο τραγούδι στην ψυχή και στην καρδιά μας. Τον ίδιο τσοπάνο, την ίδια φλογέρα και τα ίδια τροκάνια αν τ’ ακούσουμε στην αίθουσα μιας συναυλίας και μάλιστα από το κουτί ενός ραδιοφώνου – και τυχαίνει αρκετά συχνά – μπορεί να πλήξουμε αν ακούσουμε τις μελωδίες αυτές γυμνές χωρίς την υπέροχη, την θεϊκήν αισθητική ατμόσφαιρα και συνοδεία που τους χάρισε η ίδια η Φύση, η Γη της Ελλάδας μας…
Αν μάλιστα, αντί του τσοπάνου, τύχει να τραγουδάει ένας φρακοφορεμένος κύριος ή μια δεσποινίς με έξωμον εσθήτα, τότε πια είναι που χάνεται κάθε υποβολή και κάθε όνειρο. Αυτό το βλέπουμε σε κάθε απόπειρα για αγνή δήθεν απόδοση του δημοτικού μας τραγουδιού, σε κάθε προσπάθεια για εφαρμογή από ορισμένες θεωρίες και κανόνες, χωρίς πραγματική έμπνευση και αναδημιουργική πνοή. Πιστεύω ακράδαντα, κύριοι Συνάδελφοι, πως η μουσική σύνθεση σημαίνει πριν και πέρα από κάθε θεωρητικό και τεχνικό ζήτημα: Ποίηση.
Ο Μουσουργός πριν να γίνει μουσικός, πρέπει να είναι Ποιητής. Πρέπει να νοιώθει βαθιά μέσα στην ψυχή του την ποιητική συγκίνηση, την έξαρση, την ανάταση ενός αληθινού ποιητή και να εξωτερικεύει τα αισθήματά του με τον ήχο και το ρυθμό όπως ο ποιητής τα εξωτερικεύει με το λόγο και το ρυθμό. Όταν ο μουσικός δεν δονείται από την ποιητική αυτή συγκίνηση, δεν θα εκφράσει τίποτα που να μπορεί να μας συγκλονίσει και να αξίζει τον κόπο να ζήσει.
Έτσι και το δημοτικό, το λαϊκό τραγούδι, όταν θέλουμε να το μεταφέρουμε από τα βουνά και τα λαγκάδια, τα νησιά και τα χωριά μας στην πολιτεία και στην αίθουσα των συναυλιών, έργο του μουσικού αναδημιουργού είναι να υποβάλει στον ακροατή με τη συνοδεία, με το πολυφωνικό περίβλημα που τυχόν θα εμπνευσθεί την ακαθόριστη και ασύλληπτη εκείνη αισθητική ατμόσφαιρα, που θα υποκαταστήσει το φυσικό περιβάλλον που μέσα του το δημοτικό τραγούδι ζει την απλή φυσιολογική του ζωή. Όλα τα τεχνικά μουσικά μέσα είναι προσιτά στον καλλιτέχνη, αρκεί να ανταποκρίνονται στον αισθητικό σκοπό που επιδιώκει.
Η Αρμονία, που μερικοί πιστεύουν πως αντενδείκνυται στην υφή του Ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, είναι και αυτή ένα μέσον, όπως αρκετά άλλα, που επιβάλλεται να μην παραβλέψει ο συνθέτης. Κάθε μελώδισμα, είτε απλό είναι, είτε περίτεχνο και περίπλοκο, υπονοεί κάποια αρμονική βάση σε λανθάνουσα κατάσταση Harmonie à 1’ état latent. Τη φυσική, τη λανθάνουσα αυτή αρμονία ο άγνωστος μουσουργός του δημοτικού τραγουδιού τη διαισθάνεται και την ακολουθεί με αλάθητο ένστικτο.
Αυτό το βλέπουμε, όταν προσέξουμε πόσο απλά αλλά και με αρμονική σοφία διαμοιράζονται οι πτώσεις και οι καταλήξεις στα δημοτικά μας τραγούδια, πώς αλλάζουν τόνο και πώς επαναλαμβάνονται από τους λαϊκούς οργανοπαίχτες στην υποδεσπόζουσα, την πιο φυσική και απλή μετατροπία – μια τετάρτη δηλαδή ψηλότερα -, μελωδίες που τις είχε πριν τραγουδήσει κάποιος ή εκτελέσει ένα χαμηλότερο όργανο και τόσα άλλα.
Αυτή λοιπόν τη λανθάνουσα αρμονία ο νέος μουσουργός πρέπει και αυτός με τη σειρά του να την αναπλάσει, να την ζωντανέψει και να την επεκτείνει. Βέβαια, δεν εννοώ την τρέχουσα σχολική Αρμονία της Δυτικής μουσικής, ούτε την αρμονία της καντάδας, που μεταχειρίζονται, δυστυχώς και σήμερα ακόμη, σε μερικές εκκλησιαστικές μας χορωδίες, αλλά τη γενικότερη συνήχηση των μουσικών φθόγγων, όπως την αντιλαμβάνονται στη νεώτερη μουσική τόσο των Δυτικών λαών όσο και των Νορβηγών, των Ρώσων, των Ισπανών, των Ούγγρων, που και αυτοί εμόρφωσαν μια δική τους εθνική γλώσσα πάνω στα πρότυπα της λαϊκής τους μούσας.
Εν πάση περιπτώσει, είτε με την αρμονία ή γενικότερα την πολυφωνία ή και με τη μονοφωνία, είτε ακόμη και με τη νεωτεριστικότατη ετεροφωνία ή την πολυτονία και την ατονικότητα ο μουσουργός, όταν δονείται πραγματικά η ψυχή και η καρδιά του θα βρει τον τρόπο για να εκδηλωθεί και να δημιουργήσει ένα αληθινά εθνικό μουσικό οικοδόμημα, με τη βοήθεια του λαϊκού τραγουδιού, ή και χωρίς αυτό, αν έχει τη δύναμη. Δεν υπάρχουνε μέσα καλά και κακά, δεν υπάρχουνε αρμονίες που επιτρέπονται και που απαγορεύονται’ υπάρχουν μόνο μουσικοί καλοί και μέτριοι, μουσικοί που νοιώθουνε την ελληνική μουσική συγκίνηση και άλλοι που δεν δονούνται από την Ελληνική Μουσικήν Ιδέα.
Όταν λ.χ. ένας συνθέτης πάρει ένα χαριτωμένο ανάλαφρο δημοτικό τραγούδι και το περιβάλλει με ομιχλώδεις και φανταστικές βαριές βορεινές συγχορδίες, δεν φταίει η τεχνοτροπία που μεταχειρίστηκε ο συνθέτης. Μπορεί μάλιστα κατά την Α ή την Β θεωρία να είναι και σωστή. Υπόλογος είναι, ασφαλώς, η αισθητική του Μουσουργού και η ψυχοσύνθεσή του, που δεν τον άφησε να αντιληφθεί την απλή και αβίαστη χάρη του λαϊκού μελίσματος, για να τις αποδώσει με την πρέπουσα τέχνη και έμπνευση.
Αντίθετα, αν ένας Έλληνας μουσουργός ζωγραφίσει μουσικά όλη τη γλύκα, όλο το παιχνίδισμα του Ελληνικού φεγγαριού «που παίζει στην κληματαριά» όπως λέει ο Ποιητής με αέρινες και διάφανες αρμονίες, θα έχει γράψει Ελληνική μουσική, έστω και αν δεν μεταχειρίζεται στοιχεία από τη δημώδη μας μουσική και από τους λαϊκούς τρόπους και ήχους.
Ο Ρώσος Γκλαζούνωφ είναι γνωστό πως έχει γράψει δύο εισαγωγές επάνω σε ελληνικά δημώδη τραγούδια, παρμένα από τη συλλογή του Burgeualt Duocudray. Οι εισαγωγές αυτές είναι υποδείγματα Ρωσικής μουσικής αρχιτεκτονικής, όχι όμως και Ελληνικής. Αιτία του εκσλαυϊσμού αυτού των Ελληνικών μοτίβων δεν είναι μόνο η τεχνοτροπία του Γκλαζούνωφ στην εναρμόνισή τους. Πρόκειται για κάτι βαθύτερο και σημαντικότερο. Ο Ρώσος Γκλαζούνωφ ένοιωθε Ρωσικά και απέδιδε Ρωσική Μουσική. Έτσι εξηγείται η καθαρά Ρωσική ατμόσφαιρα και το συμφωνικό και πολυφωνικό περίβλημα της ορχήστρας στην όλη εξέλιξη των δυο αυτών εισαγωγών επάνω σε Ελληνικά θέματα.
Όσο όμως κι αν, κατά τη γνώμη μου, η δημιουργία Ελληνικής μουσικής είναι πριν απ’ όλα ζήτημα εσωτερικό και ψυχικό του μουσουργού που θα δοθεί στην πραγματοποίησή της, νομίζω πως ο μουσουργός που θα είχε μια τέτοια ευγενική φιλοδοξία θα μπορούσε να στηριχθεί και σε μερικά βοηθητικά τεχνικά σημεία και σε κάποιο καλλιτεχνικό περίγραμμα, που θα τον βοηθούσανε στην ολοκλήρωση του ωραίου του σκοπού.
Ο φυσικότερος και σπουδαιότερος συμπαραστάτης του και βοηθός μένει πάντα ο άγνωστος μουσουργός του δημοτικού μας τραγουδιού, η λαϊκή μελωδία και οι λαϊκοί ρυθμοί. Το δημοτικό μας τραγούδι, οι ρυθμοί των χορών και των τραγουδιών του Ελληνικού λαού, τα μελίσματα των ραψωδών του χωριού και της στάνης, τα λαλήματα της φλογέρας, οι κονδυλιές της Λύρας θα βοηθήσουνε τον Έλληνα μουσουργό να βρει τον Εθνικό μουσικό παλμό, την Ελληνική μουσική ευωδιά, την πρωτοτυπία, ακόμη, που θα δώσουν φτερά στην ποίηση και στην έμπνευση της μουσικής του.
Ευτυχώς, τη σημασία του δημοτικού μας τραγουδιού στη διαμόρφωση μιας αληθινά Εθνικής μουσικής τεχνοτροπίας την έχουν κατανοήσει και την κατανοούν όλο και περισσότερο οι κυριότεροι από τους νέους μας μουσουργούς. Και όχι μόνον οι σημερινοί αλλά ακόμη και παλαιότεροι, όπως ο Καρέρ και ο Ξύντας. Επηρεασμένοι από την Ιταλική μουσική του Belcanto, όπως δυστυχώς όλοι σχεδόν οι Επτανήσιοι μουσουργοί της περασμένης και προπερασμένης γενεάς, βρήκα μολαταύτα σε μερικές εμπνεύσεις τους τόνους Ελληνικούς που μου επιβάλλουν να τους μνημονεύσω εδώ σαν τους μακρυνούς και ανεπίγνωστους ίσως, πάντως όμως σαν τους πρώτους προδρόμους της Νεοελληνικής μουσικής δημιουργίας.
Κυρίως ο Ζακυνθινός μαέστρος Παύλος Καρέρ. Μέσα στο πλήθος των μελοδραμάτων που συνέθεσε, πολλά είναι εμπνευσμένα είτε από την ηρωική Επανάσταση για την ελευθερία του Ελληνικού έθνους ή τους προεπαναστατικούς χρόνους, όπως το δημοφιλές του μελόδραμα «Μάρκος Μπότσαρης» ή «Κυρά Φροσύνη» και άλλα, είτε από την Αρχαία Ελληνική δόξα όπως το «Μαραθών – Σαλαμίς».
Όμως η υπόθεση των μελοδραμάτων του Καρέρ δεν θα είχε τόση σημασία μέσα στον κύκλο της νεοελληνικής μουσικής, αν μέσα στις καθαρά Ιταλικές μουσικές εμπνεύσεις των έργων αυτών δεν ξεχωρίζανε σαν διαμάντια, μέσα σ’ ένα σωρό κοινότατα γυαλάκια, μερικά αποσπάσματα που διαγράφουν τον Ελληνικό μουσικό χαρακτήρα με συγκινητική αγνότητα και παραστατικότητα. Αρκεί να αναφέρω το δημοφιλέστατο «Γέρο-Δήμο», που δεν είναι παρά ένα απόσπασμα από μια άρια από τον «Μάρκο Μπότσαρη».
Σαν ένα σεβαστό πρόδρομο της Ελληνικής μουσικής πρέπει να χαιρετίσω εδώ τη μνήμη ενός μουσουργού που και σε άλλους τομείς της μουσικής τέχνης προσέφερε μέγιστες υπηρεσίες στην όλη εξέλιξη της μουσικής μας ζωής. Τον Διονύσιο Λαυράγκα, τον αείμνηστο Κεφαλλήνιο μουσουργό. Ο Λαυράγκας, ιδίως στο τελευταίο στάδιο της μουσικής του συνθετικής εργασίας, εχάρισε στην Ελληνική μουσική έργα που θα μείνουν στην ιστορία της Ελληνικής τέχνης για το δροσερό Ελληνικό τους χρώμα, για την απλή και αβίαστη εθνική μουσική τους γλώσσα.
Έναν άλλον, επίσης, μουσουργό που υπήρξε ο πιο συνειδητός πρόδρομος της Ελληνικής ιδέας στη μουσική, νομίζω πως έχω καθήκον να αναφέρω σήμερα. Τον Κερκυραίο μουσουργό Γεώργιο Λαμπελέτ, που η Ελληνική μούσα έχασε προ ολίγων ετών. Ο Γεώργιος Λαμπελέτ ένοιωσε βαθύτατα τη σημασία του δημοτικού μας τραγουδιού και της λαϊκής μουσικής στην όλη διαμόρφωση της νεοελληνικής τέχνης. Με θεωρητική εργασία αξιόλογη και με πρακτική εφαρμογή της θεωρίας του σε αρκετές μουσικές του συνθέσεις, ο Γεώργιος Λαμπελέτ αφήνει στους νεώτερους ένα λαμπρό παράδειγμα με την πίστη και την αφοσίωσή του στα ωραιότερα ιδανικά της τέχνης. Τα τραγούδια του, καθώς και το συμφωνικό του ποίημα «Η Γιορτή», μπορούνε να θεωρηθούν ως πρότυπα λιτής, απέριττης και αγνής Ελληνικής μουσικής.
Ένας άλλος Κερκυραίος μουσουργός, ο Σπύρος Σαμάρας, ένδοξος σα συνθέτης Ιταλικών μελοδραμάτων σε Ιταλική γλώσσα, στα τέλη του σταδίου του αντιλαμβάνεται τη σημασία της Εθνικής μας μουσικής και χαρίζει στη φτωχή μας μουσική φιλολογία μερικά τραγούδια με Ελληνική χρωματιά και ιδίως την οπερέττα «Κρητικοπούλα», που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σήμερα ακόμη σαν πρότυπο Ελληνικής οπερέττας.
Όλοι οι πρόδρομοι της Ελληνικής μουσικής που εμνημόνευσα ως τώρα προέρχονται από τα Εφτάνησα: Ζάκυνθος, Κεφαλονιά, Κέρκυρα. Στα μυρωμένα αυτά νησιά η μουσική αποτελεί παράδοση και το παιδί τη ζει μαζί με το γάλα της μάνας του και με το θαλασσινό αεράκι που αναπνέει. Όμως το αεράκι αυτό, αν φέρνει μερικές φορές και τους αντίλαλους των αντικρινών βουνών της Ηπείρου, φέρει συχνότερα και τους ήχους της γειτονικής Ιταλίας, δυστυχώς δε και την αγάπη στο Belcanto και τη μουσική του νοοτροπία. Γι’ αυτό όμως, ίσα-ίσα πιστεύω, πως είναι άξιοι πιο μεγάλης τιμής οι μουσικοί που ανέφερα προηγουμένως και που μπόρεσαν μ’ όλα ταύτα να ενωτισθούν από τα λαλήματα της Ελληνικής φλογέρας και του Ελληνικού τραγουδιού.
Αντίθετα προς τους μουσικούς του Ιονίου, οι μουσικοί του Αιγαίου, οι μουσουργοί που γεννήθηκαν στις Ελληνικές χώρες που βρέχει το Αιγαίο πέλαγος δεν είχανε τα οφέλη αλλά ούτε και τους κινδύνους από τη γειτονία ενός μεγάλου ξένου μουσικού πολιτισμού, από μιαν ανάλογη εντοπίαν Ελληνική μουσική καλλιέργεια. Οι μουσικοί αυτοί ήσαν υποχρεωμένοι, θέλοντας και μη, να μορφώσουν μόνοι τους τη μουσική γλώσσα που θα τους επέτρεπε να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, τα χτυποκάρδια τους, τους καημούς, τους πόνους, τις αγάπες τους.
Εγώ ατομικά, στα παιδικά μου χρόνια, δεν είχα ακούσει ποτέ μου καμμιά άρια από όπερα ούτε κανένα λίντ ή ρωμάντσο. Είχα ακούσει όμως τη γιαγιά μου, τη νενέ μου, όπως τη λέγαμε στη Σμύρνη, να μου τραγουδάει «το Λύγκο το Λεβέντη τον αρχιληστή» και «τα Σαράντα παλληκάρια από τη Λεβαδιά».
Και είχα ακούσει και την Τσάτσα Μαρούκα. Η Τσάτσα Μαρούκα υπήρξε η Μούσα των παιδικών μου χρόνων, όπως το ‘χω ξαναπεί κάποτε. Μια Μούσα τυφλή και γριά, ξαδέρφη της γιαγιάς μου, που ερχότανε ακουμπώντας στο ραβδί της και κρατώντας από το χέρι «ένα κοριτσάκι που την οδηγούσε». Με τ’ άσπρα της μαλλιά τα κακοχτενισμένα και με το σμυρνέικο φεσάκι της εφάνταζε στα ολάνοιχτα παιδικά μου μάτια σα μάγισσα βγαλμένη από παραμύθια της γιαγιάς μου. Μια μάγισσα όμως καλή, γεμάτη τραγούδια και διηγήματα. Γριά, κι είχε ακόμη πανώρια φωνή. Μου τραγουδούσε δικά της τραγούδια, που έφτιαχνε πρόχειρα ή ίδια, και τους στίχους και το μέλος.
Μ’ έπαιρνε στα γόνατά της και γλυκόσερνε το σκοπό της και μου έλεγε το παραμύθι του καημού της, το αιώνιο παραμύθι της ζωής της.
«…Κοπέλλα ακόμα πανέμορφη, ανεβασμένη σε μια κούνια τραγουδούσε …
Κακόματος διαβάτης πέρασε και την κακομάτιασε. Σπάζει το σκοινί της κούνιας κι η Τσάτσα Μαρούκα χάνει από τότε το φως των ομματιών της…».
Λίγο διαφορετικός ο μύθος από τη «Γριά Ζωή» των «Ιάμβων και Αναπαίστων» του Παλαμά.
Όμως το παραμύθι της Τσάτσα Μαρούκας μπορεί να μου ‘δωσε την πρώτη μουσική συγκίνηση, που ξεδιπλώθηκε στην ψυχή μου στο διάβασμα των θαυμαστών στίχων του Παλαμά.
Στον Μακεδόνα Αιμίλιο Ριάδη πολλές τέτοιες γλυκόλαλες Μακεδονίτισσες γριούλες θα μίλησαν στην ψυχή του. Το έργο του, αφιερωμένο κατά μέγιστο λόγο στο τραγούδι, είναι γεμάτο από την ψυχή, τους ρυθμούς, τους τόνους του Ελληνικού λαού. Ο Ριάδης, ένας από τους πρώτους μουσουργούς της σχολής του Αιγαίου, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί μόνο σαν πρόδρομος της Ελληνικής μουσικής. Είναι ένας από τους δημιουργούς της, κι είναι ο Σούμπερτ της Νεοελληνικής Μούσας. Αλλά ένας Σούμπερτ ελληνικότατος, συγχρονισμένος και κάτοχος από όλη την τεχνική πρόοδο της παγκόσμιας μουσικής, και από όλους τους μελωδικούς θησαυρούς του άγνωστου λαϊκού μουσουργού.
Δυστυχώς η μουσική, και το λέγω από πικρότατή μου πείρα, είναι μια πολύ δύσκολη τέχνη. Ενώ πριν απ’ όλα είναι Τέχνη, και μάλιστα η πιο λεπτή, η πιο εμπαθής, η πιο ασύλληπτη θα έλεγα απ’ τις άλλες της αδελφές, σχετίζεται τόσο πολύ στα καθαρά τεχνικά της ζητήματα με την επιστήμη, με τη μηχανική, ακόμη και με τη γυμναστική, ώστε χωρίς την τελεία κατοχή από όλες τις απαραίτητες γνώσεις να μην είναι δυνατή καμμιά άξια λόγου συναισθηματική απόδοση από το μουσουργό, έστω και αν έχει το απαραίτητο τάλαντο.
Ο Ριάδης ήτανε ένας από τους λίγους συνθέτες μας, που ήξερε να αφομοιώνει τα στοιχεία της Ελληνικής λαϊκής Μούσας και να τα μετουσιώνει σε αληθινά καλλιτεχνήματα που ασφαλώς θα ζήσουν και θα κρατήσουν μιαν από τις πρώτες θέσεις στον κύκλο της Ελληνικής τέχνης και νομίζω πως είχα πρωταρχική αποστολή να μνημονεύσω σήμερα το έργο και το όνομα του αειμνήστου αυτού Μακεδόνος συνθέτου. Θεωρώ χρέος μου μνημονεύοντας εδώ το όνομά του να διακηρύξω πως ο Μακεδόνας Ριάδης στάθηκε άξιος όχι μόνο της Μακεδονίας αλλά και όλης της μεγάλης αιώνιας κι ακατάλυτης Ελληνικής Ιδέας. Εύχομαι το έργο του να βρει τέλος τον τρόπο να εκδοθεί και να γίνει Πανελλήνιο κτήμα και σας παρακαλώ να κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή εις μνήμη του μεγαλόπνευστου Μακεδόνα τραγουδιστή.
Η εικόνα όμως εκείνων, που συνετέλεσαν στο θεμέλιωνα και την προκοπή της νεοελληνικής μουσικής, δεν θα ήταν πλήρης, αν δεν εμνημόνευα, όπως έχω ιερό καθήκον, και το μεγάλο όνομα εκείνου, που πιστεύω πως χωρίς το δικό του έργο, χωρίς την πνοή του, χωρίς την ψυχική του παρόρμηση η Ελληνική μουσική και η Ελληνική Τέχνη γενικότερα δεν θα είχαν εξελιχθεί σε πραγματικά Εθνική Τέχνη. Και ο μεγάλος αυτός εμπνευστής, ο αθάνατος δημιουργός, μαζί με τον άγνωστο μουσουργό του Δημοτικού μας τραγουδιού, που του χρωστάμε τη σημερινή ανάταση της μουσικής μας, δεν είναι μουσικός. Είναι ποιητής. Είναι ο Ποιητής. Ο μεγάλος ποιητικός προφήτης της Νέας Ελλάδας. Το θείο του σάλπισμα εδόνησε και τις ψυχές των νεοελλήνων μουσουργών και τους εκάλεσε για την ανάπλαση και την ανάσταση της νέας Ελληνικής λύρας.
Έχω γράψει κάποτε πως ο Γκαίτε, κι άθελά του ακόμη και χωρίς καν να αντιλαμβάνεται το βάθος και τη σημασία της μουσικής ενός Μπετόβεν ή ενός Σούμπερτ μ’ όλα ταύτα είχε εμπνεύσει και καθοδηγήσει ψυχικά τους δυο μεγαλοφάνταστους αυτούς συνθέτες και τους χάρισε τα φτερά για να γράψουν αθάνατες σελίδες μουσικής, που γεφύρωσαν την κλασσική μουσική παράδοση του έθνους με τη νεότερή της εξέλιξη. Ανάλογα το έργο του Κωστή Παλαμά συνετέλεσε και κατά πολύ μεγαλύτερο βαθμό, στο θεμελίωμα της νεοελληνικής μουσικής και πιστεύω και της όλης νεοελληνικής τέχνης. Κι όχι τόσο γιατί πολλοί από τους μουσουργούς μας έχουν εμπνευσθεί από τους Παλαμικούς στίχους όσο κυρίως, καθώς έγραψα άλλοτε στη «Νέα Εστία», γιατί η όλη προσπάθεια για τη δημιουργία μιας δικής μας μουσικής γλώσσας βρήκε τα φτερά της, τα εθνικιστικά της ιδανικά, την όλη της ανάταση στην Παλαμική Ιδέα. Χωρίς την πνοή της Παλαμικής Ιδέας οι μουσικοί μας πολύ αμφιβάλλω αν θα έβρισκαν το δρόμο και τη δύναμη να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν το τραγούδι του αγνώστου λαϊκού μουσουργού, να το αναδημιουργήσουν και να το αναπλάσουν σε εξάγγελο των Εθνικών ιδανικών της Ελληνικής ομορφιάς, της Ελληνικής λεβεντιάς, της Ελληνικής αγάπης, της Ελληνικής γης.
Το συνταίριασμα και το πλάτεμα της Ελληνικής δημοτικής μελωδίας, των ρυθμών του λαϊκού μας τραγουδιού, και των ήχων και των τρόπων του με την τεχνοτροπία και την αισθητική που χαρακτηρίζει τη νεώτερη μουσική, βρίσκονται σε άμεση αναλογία προς την θεία άνθιση που εχάρισε ο Ποιητής στη Νεοελληνική ποίηση, όπως διέπλασε το δεκαπεντασύλλαβο και γενικά τους ποιητικούς ρυθμούς του δημώδους τραγουδιού και διεμόρφωσε τη ζωντανή γλώσσα του Ελληνικού λαού σε υπέρκαλον όργανο, που εκφράζει υπέροχα τους θησαυρούς της ψυχής και της καρδιάς του.
Ίσως η Ιταλική μουσική, τον καιρό της δημιουργίας της όπερας στην Αναγέννηση, θα είχε πάρει διαφορετικό και καλλιτεχνικώτερο δρόμο, αν οι Φλωρεντιανοί μουσικολόγοι, αντί να κυνηγούν το ασύλληπτο ιδανικό για την αναβίωση της αρχαίας Ελληνικής τραγωδίας, ακολουθούσαν τα ίχνη του μεγάλου Δάντη. Είναι όμως χαρακτηριστικό πως το πρώτο δοκίμιο της τότε λεγόμενης Nuova Musica ήτανε το τραγούδι του Κόμητος Ουγολίνου από τη «Θεία Κωμωδία», τονισμένο από το Βιτσέντσο Γαλιλέι, πατέρα του αστρονόμου Γαλιλαίου Γαλιλέι.
Η νεοελληνική μουσική μπορεί να είναι υπερήφανη που αυτή έγκαιρα ένοιωσε και ακολούθησε τόσο τον άγνωστο μουσουργό των δημοτικών μας τραγουδιών, όσο και το μεγάλο Εθνικό Ποιητή και προφήτη της Ελληνικής φυλής, Κωστή Παλαμά.
Κάτι ανάλογο έκαναν και οι Ρώσοι δημιουργοί της εθνικής ρωσικής μουσικής, ο Γκλίνκα και οι πέντε με τον Μουσόρσκυ και τον Ρίμσκυ Κορσακώφ επί κεφαλής. Τη μουσική τους γλώσσα την εμόρφωσαν από τα τραγούδια των απλών ανθρώπων του χωριού και της στέπας, αλλά την έμπνευσή τους την άντλησαν από τους στίχους και τα ποιητικά νοήματα του Πούσκιν και του Λέρμοντωφ. Το ίδιο, λίγο αργότερα, ο Νορβηγός Έντβαρντ Γκρικ βρίσκει στους λαϊκούς χορούς και τα τραγούδια της Πατρίδας του, αλλά και στο μεγάλο ποιητή και δραματικό συγγραφέα της Νορβηγίας, τον Ίψεν, τις πηγές από όσου πίνει το αθάνατο νερό της μουσικής του δημιουργίας.
Και για μας τους νεοέλληνες μουσικούς, το έργο του Παλαμά θα μείνει πάντα το θείο βιολί «του γέρου τ’ ασκητευτή η κληρονομιά», που όσοι άξιοι το βρούνε θα μπορέσουν να ταιριάξουν καινούριους πρωτόφαντους σκοπούς επάνω στα παλιά ηχοσκόπια, όπως λέει ο ποιητής.
Βέβαια δεν παραγνωρίζω πως η Νεοελληνική μουσική έχει ακόμη και πολύ και μακρύ και τραχύτατο δρόμο να διανύσει, ως που να φτάσει στις κορυφές που έχει ήδη φωτίσει η Νεοελληνική ποίηση. Πέρα από όσα είπα και πάνω από κάθε καλλιτεχνικό πρόγραμμα, κανόνα ή νόμο, στέκει απόλυτος κυρίαρχος της Τέχνης και υπέρτατος διαιτητής μια μεγάλη θεά, η Έμπνευση. Αυτή, μόνη, έχει τη δύναμη να ζωντανέψει τους πόθους και τις ελπίδες όλων όσοι δουλεύουν για το καλό και την προκοπή της Ελληνικής μουσικής. Χωρίς αυτήν, κάθε καλή προαίρεση, κάθε σοφία, κάθε εργατικότης, θα παραμείνουν στείρες ή θα παράγουν έργα θνησιγενή και νεκρά. Μόνο με τη βοήθειά της η Ελληνική μουσική θα φθάσει μιαν ημέρα στο ποθητό τέρμα, για το οποίον όλοι εμείς οι πρόδρομοι εδώσαμε ό,τι καλύτερο είχε η ψυχή και η καρδιά μας.
Τότε το τραγούδι του άγνωστου λαϊκού μουσουργού θα ξανανθίσει αδελφωμένο με την έμπνευση και την επιστήμη της νεώτερης τέχνης, θα γίνει ο εξάγγελος των ωραιότερων ιδανικών της Φυλής και θα αποβή αληθινό καλλιτεχνικό κτήμα ες αεί του Ελληνικού λαού.
Τότε η νεοελληνική μουσική θα μπορέσει να πει μαζί με τον Ποιητή:
« Ηρθαν οι γύφτοι οι μουσικοί,
φώλιασαν όλοι στην ψυχή μου
και καθώς κόβεις από δω,
και καθώς κόβεις από κει
τη χλόη, το φύλλο, τον ανθό
και ταιριαστά κι απ’ όλα πλέκεις
μέγα σφιχτόδετο στεφάνι,
δόξα της τέχνης τον ανθοπλέχτη,
έτσι από τους γύρω μου τους ήχους
κι απ’ τα τραγούδια της Φυλής
έπλεξα πάνου στο βιολί μου
τη μουσική μου…
Και σαν εμένα, άλλος κανείς.»
Μανώλης Καλομοίρης
Σημείωση:
Η ομιλία αυτή του Καλομοίρη έγινε στα πλαίσια κάποιας επίσκεψης του στη Θεσσαλονίκη. Είναι όμως γνωστό ότι με ελάχιστες παραλλαγές η ίδια η ομιλία εκφωνήθηκε από τον μουσουργό και σε άλλα μέρη. Στο κείμενο που παρουσιάζεται εδώ έγινε μια ελάχιστη επεξεργασία κυρίως ως προς τις παραγράφους που ήταν πάρα πολλές- λόγω του προφορικού χαρακτήρα της ομιλίας -ενώ η ορθογραφία κρατήθηκε σύμφωνα με το πρωτότυπο δακτυλογραφημένο, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Η σύγχρονη πρακτική επέβαλε και την ανάγκη της μεταφοράς του κειμένου στο μονοτονικό σύστημα.
ΠΗΓΗ: musicheaven.gr
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές .
Views: 56