Με το νταούλι και το ζουρνά…

You are currently viewing Με το νταούλι και το ζουρνά…

Με το νταούλι και το ζουρνά…

Από αφιέρωμα του περιοδικού ROM στην Ελληνική Μουσική

Λ. Λιάβας

“Από την εποχή των Aκριτων του Bυζαντιου μέχρι τα σημερινά καλοκαιρινά πανηγύρια η ελληνική δημοτική μουσική, τραγουδά για την καθημερινή ζωή, τις χαρές και τις λύπες της και, παρά τις αλλοιώσεις, εξακολουθεί να ζει και να συγκινεί με τις αισθήσεις και τα μηνύματά της”.

H ελληνική μουσική παράδοση περιλαμβάνει τους εξής βασικούς κορμούς: την έντεχνη (κλασική) μουσική, που αντιπροσωπεύεται από το βυζαντινό μέλος, τη λαϊκή, που περιλαμβάνει το δημοτικό τραγούδι, αλλά και τη νεότερη αστική μουσική (ρεμπέτικο και αθηναϊκή και επτανησιακή καντάδα). Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε αυτά τα είδη ως δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, επειδή ακριβώς έχουν πάμπολλα κοινά στοιχεία και αξιοσημείωτες αλληλεπιδράσεις (δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι οι ψάλτες υπήρξαν ανέκαθεν από τους καλύτερους τραγουδιστές δημοτικών τραγουδιών…).

Οι απαρχές του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, πέρα από τα στοιχεία της αρχαιότητας που διακρίνουμε σε αυτό, θα πρέπει να τοποθετηθούν στη βυζαντινή εποχή, με τα ακριτικά τραγούδια (9ος-11ος αιώνας, που αφηγούνται τους αγώνες των ακριτών στα σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) και τις παραλογές (λαϊκές μπαλάντες, που διηγούνται κυρίως δραματικά κοινωνικά γεγονότα, έχουν την αρχή τους στον 9ο αιώνα και κοιτίδα τους είναι το εσωτερικό της Μ. Ασίας). Ο υπόλοιπος βασικός πυρήνας των δημοτικών τραγουδιών περιλαμβάνει τραγούδια κυρίως μη διηγηματικά, που κυριαρχεί το συναίσθημα και οι άμεσες αναφορές στην καθημερινή ζωή, τις χαρές και τις λύπες του λαού που τα έφτιαξε και τα χρησιμοποιεί. Τόσο στον κύκλο της ζωής (νανουρίσματα, ταχταρίσματα, της αγάπης, του γάμου, της ξενιτιάς, μοιρολόγια) όσο και στον κύκλο του χρόνου (κάλαντα Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς, Φώτων, Πάσχα, Αποκριάτικα, κ.λπ.) τα δημοτικά τραγούδια είναι λειτουργικά δεμένα με τα σχετικά έθιμα συνδυάζοντας σε μία θαυμαστή ενότητα το λόγο, με τη μελωδία και την κίνηση.

ΣTEPIANH – ΘAΛAΣΣINH MOYΣIKH: Δύο διαφορετικοί κόσμοι

Από μουσική άποψη μπορούμε, σε γενικές γραμμές, να διακρίνουμε δύο διαφορετικούς κόσμους: τη στεριανή και τη θαλασσινή Ελλάδα. Στη στεριά (Ήπειρο, Θεσσαλία και, ως ένα βαθμό, Μακεδονία, Ρούμελη και Πελοπόννησο) συναντάμε συχνά κλίμακες χωρίς ημιτόνια και στίχους ανομοιοκατάληκτους. Αντίθετα, στα νησιά και στα παράλια, οι κλίμακες έχουν πάντοτε ημιτόνια, κυριαρχεί η ρίμα (ομοιοκατάληκτα δίστιχα, μαντινάδες) και οι περισσότεροι χορευτικοί ρυθμοί είναι δίσημοι (2/4), ενώ πρέπει επίσης να σημειώσουμε και τους εννεάσημους καρσιλαμάδες και τα ζεϊμπέκικα που συναντάμε στη Μικρά Ασία, στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, στα Δωδεκάνησα και στην Κύπρο.

Διαφορετικά είναι εξάλλου και τα λαϊκά μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται στη στεριανή και τη νησιωτική μουσική. Στη στεριά οι παραδοσιακές ζυγιές, ζουρνάς-νταούλι και γκάιντα-νταχαρές (ντέφι), έχουν παραχωρήσει τη θέση τους στο τυπικό συγκρότημα που συναντάμε σήμερα σε όλα τα πανηγύρια, την κομπανία. Αυτή περιλαμβάνει κλαρίνο, βιολί, λαγούτο, σαντούρι (μερικές φορές) και ντέφι ή τουμπελέκι.

Κλαρίνο: το “εθνικό όργανο”

Η παρουσία του λαϊκού κλαρίνου στο χώρο της δημοτικής μουσικής είναι ένα πολύ ενδιαφέρον δείγμα του πώς ένα όργανο “ξένο” (δυτικό, που όμως το έφεραν οι γύφτοι από την Τουρκία μόλις στα μέσα του περασμένου αιώνα) κατάφερε να αναδειχθεί μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και να γίνει όργανο “εθνικό”. Αυτό συνέβη επειδή ακριβώς πέρασαν σε αυτό οι τεχνικές του ζουρνά και της φλογέρας και προσαρμόστηκε έτσι με επιτυχία στο ύφος και το ήθος της ντόπιας μουσικής παράδοσης. Στις κομπανίες οι επαγγελματίες ­πλέον­ και συνήθως γύφτοι μουσικοί, έδωσαν εξαίρετα δείγματα της επεξεργασίας του παραδοσιακού μέλους, μέσα από τη δεξιοτεχνία που ανέπτυξαν, χάρη στις πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες που τους προσφέρουν όργανα, όπως το λαϊκό κλαρίνο και το βιολί.
Κάτι ανάλογο συνέβη και στη νησιωτική χώρα, όπου το δίδυμο βιολί-λαγούτο εκτόπισε τις παλαιές ζυγιές, λύρα-νταουλάκι και τσαμπούνα-τουμπάκι. Εξαίρεση αποτελεί η Κρήτη, όπου όμως ο τύπος της σύγχρονης κρητικής λύρας έχει υποστεί ένα πλήθος από μορφολογικές και λειτουργικές αλλαγές με πρότυπο το βιολί.

ΤΑ ΕΘΙΜΑ “ΚΡΑΤΑΝΕ” ΠIΣΩ AΠO TH BITPINA

Η ελληνική δημοτική μουσική στις μέρες μας υφίσταται επικίνδυνες αλλοιώσεις εξαιτίας του κλίματος δυτικοποίησης και αστικοποίησης που διαρκώς εντείνεται. Εξακολουθεί, όμως, να ζει και να συγκινεί με τις αισθήσεις και τα μηνύματά της. Αρκεί, να μπορέσει κανείς να την ανακαλύψει πέρα από τις μορφές της εμπορικής εκμετάλλευσης και της καπηλείας αξιών, που πρέπει να αντιμετωπίζονται με περίσκεψη και σεβασμό. Κάποιες από τις μουσικές μπορεί να μεταφέρθηκαν στα διαμερίσματα και στα “κέντρα” των μεγαλουπόλεων ή στις δισκογραφικές εταιρείες, αυτό όμως δεν σημαίνει πως η ελληνική επαρχία έχασε ολότελα το νήμα μέσα στο μουσικό λαβύρινθο: τα καλοκαιρινά πανηγύρια μαζεύουν ακόμη “τα ξενάκια”, οι νέοι λένε τα κάλαντα, τις Απόκριες οι κουδουνάτοι ξορκίζουν τα κακά πνεύματα, ενώ ακούγονται τα απαραίτητα “βωμολοχικά” με το φάντασμα του Διονύσου κάπου ανάμεσα στους γλεντιστάδες.

Τη Μεγάλη Παρασκευή γυναίκες θρηνούν γύρω από τον Επιτάφιο, όπως μοιρολογούν και τους νεκρούς τους, την ώρα που κάποιες μητέρες νανουρίζουν ακόμη τα μωρά τους και ορισμένα παιδιά επικαλούνται, όπως παλαιότερα, τον Ήλιο στα παιχνίδια τους. Στο Ανατολικό Αιγαίο ­έστω και κάτω από το φακό του τουρίστα­ θυσιάζουν κάθε χρονιά τους ταύρους με χορούς, με τραγούδια και με ιπποδρομίες.

Στην Κρήτη, δεν μπορεί να μην ακούσεις για την πάλη του Διγενή με το Χάροντα, πάντα στο δεκαπεντασύλλαβο, που από το 10ο αιώνα διηγείται “πάθη ένδοξων ανδρών” στα επικά ακριτικά τραγούδια. Στα Δωδεκάνησα, όλο και κάποιος θα βρεθεί να σου τραγουδήσει ιστορίες παλαιές και τραγικές (σαν το κάστρο της Ωριάς, το γεφύρι της Άρτας, του νεκρού αδερφού, την αναγνώριση του ξενιτεμένου). Αυτά είναι θέματα που ξεκίνησαν από τα παράλια της Μικρασίας για να εξαπλωθούν, όχι μόνο στον ελλαδικό, αλλά και στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο και την Κάτω Ιταλία.

Τέλος, αν ξεφύγεις από τους τουριστικούς οδηγούς και έχεις τα μάτια σου ανοιχτά, δεν είναι απίθανο να ανταμώσεις και σήμερα τους γερο-θαλασσινούς του Σεφέρη, που, “ακουμπισμένοι στα δίχτυα τους… μου λέγανε, στα παιδικά μου χρόνια, το τραγούδι του Ερωτόκριτου με δάκρυα στα μάτια”!…

Λ. Λιάβας

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές .

Visits: 422

Αφήστε μια απάντηση