Από τη “χρυσή δεκαετία” στη νέα χιλιετία
Από αφιέρωμα του περιοδικού ROM στην Ελληνική Μουσική
Σ. Bλαχογιάννη
Το ελληνικό τραγούδι έχει πολύ μακρά ιστορία. Δημοτικό, ελαφρό, ρεμπέτικο, λαϊκό είναι είδη που θα κυριαρχήσουν κατά εποχές ως παράταιροι κρίκοι της ίδιας αλυσίδας. Εδώ, θα στρέψουμε την προσοχή μας στα τελευταία 40 χρόνια, κατά τα οποία το τραγούδι και ως “βιομηχανία” και ως πνεύμα παίρνει τη φόρα του για να περάσει στον επόμενο αιώνα.
Tο καλοκαίρι του 1962 η Αθήνα αντιμετώπιζε έναν… εθνικό διχασμό. Ένα θέατρο φιλοξενούσε την “Οδό Ονείρων” του Μάνου Χατζιδάκι και ένα άλλο την “Όμορφη Πόλη” του Μίκη Θεοδωράκη. Το κοινό έμπαινε σε δίλημμα, οι δε θεατρώνες έστελναν κατασκόπους να δουν πόσο κόσμο έχουν “οι άλλοι”. Αυτή είναι η φολκλορική πλευρά του θέματος. Η ουσία είναι πως εκείνη τη χρονιά ο πολιτισμός αυτής της χώρας άλλαζε σελίδα. Και αυτό δεν ίσχυε μόνο για το τραγούδι. Όλες οι τέχνες βρίσκονταν σε μια εύφορη στιγμή, που, αν δεν είχε ανακοπεί από τη Δικτατορία ίσως ο πολιτισμός μας σήμερα να είχε ακριβότερο νόμισμα.
1960 – Η εποχή των δημιουργών
Ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν οι άνθρωποι που άλλαξαν την ιστορία του τραγουδιού με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Ο μεν πρώτος έγινε σύντομα όριο αισθητικής ως συνθέτης, ενώ ως προσωπικότητα πολυσύνθετη “επέβαλε” το ρεμπέτικο στην αστική τάξη της εποχής του, ανοίγοντάς του το δρόμο για μια νέα καριέρα, που θα αποφέρει και νέους δημιουργούς (ο Γιώργος Ζαμπέτας και ο Άκης Πάνου θα διαπρέψουν γράφοντας θαυμάσια λαϊκά τραγούδια), “έστησε” πολιτιστικούς θεσμούς (Γ’ Πρόγραμμα, Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού στην Κέρκυρα κ.ά.). Ο δε δεύτερος κατάφερε να κάνει το ελληνικό τραγούδι παγκόσμια υπόθεση, έχοντας προηγουμένως βάλει στο στόμα των ανθρώπων της χώρας του το λόγο μεγάλων ποιητών.
Οι αποκαλούμενοι επίγονοι που είναι μια γενιά ολόκληρη συνθετών, πρωτοεμφανίστηκαν οι περισσότεροι την ίδια δεκαετία του ’60 και θεμελίωσαν μαζί με τους δύο προαναφερθέντες το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Ιστορική και όχι αξιολογική θα είναι η αναφορά στους καλύτερους εξ αυτών.
Το 1963 εμφανίζεται ο Σταύρος Ξαρχάκος γράφοντας τη μουσική για τα τραγούδια της ταινίας “Κόκκινα Φανάρια”. Ο Χατζιδάκις θα τον ονομάσει “γιο” του και θα γίνει πολύ γρήγορα δημοφιλής. Πρόκειται για ένα σπουδαίο συνθέτη που θα μας εκπλήξει πολλές φορές στη διάρκεια της καριέρας του, η οποία και συνεχίζεται με κορυφαία – κατά τη γνώμη μου – στιγμή το “Ρεμπέτικο” (στίχοι Ν. Γκάτσος) και είναι από τους δίσκους που θα πάρει μαζί του τούτος ο αιώνας φεύγοντας. Μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα πλευρά του Ξαρχάκου είναι η ενορχηστρωτική. Θα αφιερωθεί σε αυτήν παρουσιάζοντας πριν από τέσσερα – πέντε χρόνια τη θαυμάσια παράσταση – που έγινε και δίσκος στη συνέχεια – “Αμάν Αμήν” με ένα απάνθισμα των σπουδαιότερων λαϊκών και ρεμπέτικων τραγουδιών. Τα τελευταία χρόνια διευθύνει την ΚΟΕΜ και μόλις τον περασμένο Αύγουστο παρουσίασε ανά την Ελλάδα και στο Ηρώδειο το τρίτο κατά σειρά, και εξαιρετικό, αφιέρωμα στον αγαπημένο του συνθέτη Βασίλη Τσιτσάνη.

Ο Γιάννης Μαρκόπουλος θα πρωτοεμφανιστεί το 1964 και μέχρι και το 1974 θα έχει ξεκαθαρίσει την υπογραφή του κυκλοφορώντας τους καλύτερούς του δίσκους (1969: Ήλιος ο Πρώτος, 1970: Χρονικό, 1972: Ιθαγένεια, 1974: Θεσσαλικός Κύκλος, Θητεία και Μετανάστες). Στη μουσική του είναι εμφανέστατη η κρητική του καταγωγή. Κάποια στιγμή θα πει και το περίφημο “Επιστροφή στις ρίζες” και όχι στα “Ξενόφερτα τραγούδια”. Θα αυτοεγκλωβιστεί δυστυχώς ως μουσικός στις ιδέες του αυτές. Κάποια εποχή θα γίνει και λίγο φολκλόρ. Σήμερα, η απήχησή του δεν έχει καμία σχέση με εκείνη του ξεκινήματός του.

Ένας γλυκός αέρας από την Αίγυπτο θα φέρει στα μέρη μας το Μάνο Λοΐζο. Θα κάνει “πρεμιέρα” το 1968 με το “Τραγούδι του Δρόμου” (στίχοι Ν. Γκάτσος, τραγούδι Γ. Μούτσιος – είναι άλλο από τον πολυτραγουδισμένο “Δρόμο” που “είχε τη δική του ιστορία” σε στίχους της Κωστούλας Μητροπούλου). Θα φύγει από τη ζωή νέος (1982) έχοντας, ωστόσο, προλάβει να ζωγραφίσει την πιο τρυφερή πλευρά του ελληνικού τραγουδιού. Θα γράψει σπουδαία λαϊκά τραγούδια παρέα με το Λευτέρη Παπαδόπουλο, θα αφήσει πίσω του ανολοκλήρωτα τα “Γράμματα στην Αγαπημένη” σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ, τα οποία θα κυκλοφορήσουν σε δίσκο μετά το θάνατό του και θα πιστοποιήσουν τη διαρκή αναζήτηση του συνθέτη για νέες φόρμες.

Παράλληλα, με αυτή τη φουρνιά των “επιγόνων” έχουμε και κάποιους συνθέτες που ακολουθούν μια πιο προσωπική πορεία, χωρίς να μπορεί κανείς να τους “κατατάξει” σε σχέση με τους Χατζιδάκι – Θεοδωράκη.
Ένας εξ αυτών είναι ο Μίμης Πλέσσας. Πολυπρόσωπος συνθέτης, θα γράψει από ελαφρό μέχρι βαρύ λαϊκό τραγούδι. Θα πρωτοεμφανιστεί το 1961 με το Dancing on Sunday, θα γράψει πάμπολλες μουσικές για τον κινηματογράφο και το 1969 θα συνυπογράψει με το Λευτέρη Παπαδόπουλο το “Δρόμο” (Γ. Πουλόπουλος, Π. Αστεριάδη, Ρ. Κουμιώτη). Ο δίσκος αυτός είναι γεμάτος με πανέμορφα λαϊκά τραγούδια και θα μείνει στην ιστορία, συν τοις άλλοις, και ως ο πρώτος χρυσός δίσκος στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Εκείνη την εποχή αυτό σήμαινε τεράστιες πωλήσεις, ενώ σήμερα σημαίνει απλώς την… τοποθέτηση που κάνουν οι εταιρείες στα δισκάδικα. Έχει εκδώσει δεκάδες δίσκους, έχει συνεργαστεί με όλους σχεδόν τους μεγάλους τραγουδιστές, είναι από μόνος του μια ιστορία μέσα στην ιστορία του τραγουδιού.

Δεύτερη σημαντική περίπτωση – εξαίρεση των επιγόνων είναι ο Απόστολος Καλδάρας που ως μουσικός κατάγεται από τον Τσιτσάνη και από το ρεμπέτικο. Σπουδαίος λαϊκός συνθέτης (ποιος δεν έχει τραγουδήσει το “Νύχτωσε Χωρίς Φεγγάρι”; Μόνο οι αγέννητοι). Πρωτοεμφανίστηκε το 1967 με το “Η Πόρτα Ανοίγει”, αλλά η μεγάλη επιτυχία ήλθε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, με τη “Μικρά Ασία” (1972) και το “Βυζαντινό Εσπερινό” (1973). Θα φύγει από τη ζωή το 1990 κληροδοτώντας στο ελληνικό τραγούδι δεκάδες πανέμορφες λαϊκές μελωδίες και ένα μέτριο γιο.
Και από τραγουδιστές;

Δύο φωνές κυριαρχούν χαρακτηρίζοντας ταυτόχρονα και δύο μεγάλα ρεύματα του τραγουδιού: Ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ο πρώτος θα ξεκινήσει τραγουδώντας και Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, αλλά σύντομα θα καταλήξει σε ένα λυπητερό ρεπερτόριο, που υποτίθεται απεικονίζει τα προβλήματα της εποχής και δεν θα αφήσει πίσω του σχεδόν τίποτα σε τραγούδια παρά μόνο ένα απίστευτα φανατικό κοινό που τον λατρεύει ακόμα. Θα εγκαταλείψει για χρόνια τη δισκογραφία, λόγω διαφορών με την εταιρεία του. Θα επανέλθει το 1972 επαναλαμβάνοντας τον εαυτό του και κάνοντας περισσότερο θόρυβο παρά καριέρα. Τεράστια φωνή που επί της ουσίας έχει πάει χαμένη. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ευτύχησε (από ένστικτο;) να μην απομακρυνθεί γρήγορα από το Μίκη. Έτσι, θα γίνει ο υπ’ αριθμόν ένα λαϊκός τραγουδιστής του Θεοδωράκη με κορυφαία συνεργασία τους το “Άξιον Εστί”. Με την πάροδο του χρόνου ο Μπιθικώτσης θα σταθεροποιηθεί στο λαϊκό τραγούδι της εποχής, θα γράψει και ο ίδιος κάποια τραγούδια, αλλά η μεγάλη ιστορία του είναι ο Μίκης.

Κοντά στο Μίκη, θα “γίνει” και μια μεγάλη γυναικεία φωνή. Η Μαρία Φαραντούρη μια παγκόσμιας φήμης ερμηνεύτρια που μένει πιστή στο Μίκη μέχρι σήμερα, υποστηρίζοντας ακόμα τα τραγούδια του – παλιά και νέα – σε όλο τον κόσμο. Είναι η μόνη τραγουδίστρια που δεν πάτησε ποτέ το πόδι της σε κέντρο. Έζησε και ζει με συναυλίες οργώνοντας τον πλανήτη με τη βαθιά, υπέροχη φωνή της. Σπάνια περίπτωση τραγουδιστή που δεν παρασύρθηκε από την επιτυχία και δεν διεφθάρη από αυτήν.
Την ίδια εποχή στις γυναικείες φωνές ανατέλλει η Βίκυ Μοσχολιού. Περίπτωση. Θα ξεκινήσει με Ξαρχάκο και θα τραγουδήσει τα πάντα. Υπέροχα και μετριότατα τραγούδια. Όλα θα αγιάζονται με τη φωνή της. Θα κάνει καριέρα και στα κέντρα, αλλά κλασική δεν έγινε από αυτά.
Μια άλλη φωνή που ξεπετάγεται στην αρχή ως σιγόντο του Καζαντζίδη και στη συνέχεια, μέσω κινηματογράφου, θα διαγράψει μια εκπληκτικής διάρκειας και επιτυχίας καριέρα είναι η Μαρινέλλα. Μεγάλης εκτάσεως φωνή, με ιδιαίτερο ποιόν και ρεπερτόριο από κακό έως άθλιο. Βασίλισσα των κέντρων για δεκαετίες, θα επιβάλλει ένα δικό της είδος σόου, αλλά, δυστυχώς, από τραγούδια δεν θα αφήσει πίσω της σχεδόν τίποτα.
1970: H Κυριαρχία των τραγουδιστών
Η νέα δεκαετία θα μπει με τη Χούντα καλά καθισμένη στο σβέρκο μας, το Μίκη έξω να γράφει ατέλειωτα αλλά και να ξεσηκώνει την παγκόσμια κοινή γνώμη, το Χατζιδάκι ουδέτερο πολιτικά να κάνει το μεγάλο ταξίδι του στην Αμερική, όπου θα γεννηθούν μερικά από τα σπουδαιότερα έργα του (“Χαμόγελο Τζοκόντας”, “Μεγάλος Ερωτικός”, “Λειτουργικά”) και τους υπόλοιπους προαναφερθέντες συνθέτες να προσπαθούν μέσα από αμφίσημες λέξεις να πουν κάτι για τα πράγματα. Δεν έγινε και τίποτα σπουδαίο.
Είμαστε σε μια εποχή που οι συνθέτες γνωρίζουν αίγλη – οι στιχουργοί… μόλις – ενώ λίγο – λίγο θ’ αρχίσει η άνοδος των τραγουδιστών που θα γίνει κράτος την αμέσως επόμενη δεκαετία. Ας τα πάρουμε με τη σειρά.

Ο Δήμος Μούτσης έκανε τα πρώτα του βήματα το 1968 (“Kάποιο Καλοκαίρι”,) αλλά δυναμικά θα μπει στο “παιχνίδι” το 1971 με τον “Άγιο Φεβρουάριο” σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου. Τέσσερα χρόνια αργότερα θα εκδώσει την “Τετραλογία” μελοποιώντας Σεφέρη, Καβάφη, Ρίτσο, Καρυωτάκη, επιχειρώντας ταυτόχρονα μια νέα φόρμα στη μουσική του. Η φόρμα αυτή θα βρει τον “εαυτό” της το 1981 με το “Φράγμα” σε σπουδαίους στίχους του Κώστα Τριπολίτη και με παραλλαγές αυτής να πορεύονται μέχρι σήμερα. Στον ενδιάμεσο χρόνο αυτών των έργων – σταθμών θα γράψει – ιδιαίτερα στην αρχή – πολλά και όμορφα λαϊκά τραγούδια, ενώ θα περάσει και αρκετά χρόνια πλήρους σιωπής.

Το 1971 ένα τραγούδι γίνεται η αιτία για… παρ’ ολίγον θερμό επεισόδιο με την Τουρκία: “Νάτανε το 21” (το “Μια τουρκοπούλα αγκαλιά” έγινε από τη στιχουργό του Σώτια Τσώτου “Μια ομορφούλα αγκαλιά”, για να… ξεμπλέξουμε). Μουσικός αυτουργός αυτού του τραγουδιού ήταν ένας νέος συνθέτης ονόματι Σταύρος Κουγιουμτζής. Ένας θαυμάσιος μουσικός με ιδιαίτερη αγάπη στους λαϊκούς δρόμους έγραψε και συνεχίζει να γράφει πανέμορφα τραγούδια. Στις καλύτερες στιγμές του θα έβαζα το δίσκο “Λαϊκές Κυριακές” (1976) και “Τρελοί και Άγγελοι” (1986) από όπου και το πρώτο σουξέ της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, το “Κόκκινο Φουστάνι”.

Μέσα σε όλους τους “έντεχνους” θα καρπίσει και ένα αυθεντικά λαϊκό ταλέντο: ο Χρήστος Νικολόπουλος, που θα συνεχίσει επάξια την ιστορία του καλού λαϊκού τραγουδιού που ξεκινάει από τον Τσιτσάνη και μάλλον τελειώνει στο Νικολόπουλο – δεν έχει φανεί κάτι άλλο τόσο σπουδαίο μέχρι στιγμής σε αυτό το είδος. Πολυγραφότατος, έχει συχνά μελοποιήσει στίχους ασήμαντους, αλλά από τις μελωδίες του δεν πετάς σχεδόν τίποτα. Ολόκληρη ιστορία.

Ο μοναδικός… μπίτνικ της Ελλάδας θα ξεκινήσει γράφοντας πανέμορφα λαϊκά αλλά και πολιτικά τραγούδια. Είναι ο Λουκιανός Κηλαηδόνης που θα ξεκινήσει την “τρελή” πορεία του το 1970 με το δίσκο “Η Πόλη Μας” (γραμμένος για θεατρική παράσταση). Το 1973 θα εκδώσει τα “Μικροαστικά” σε στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη και τα “Απλά Μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας”, δίσκοι και οι δύο καθαρά πολιτικοί, “καλυμμένοι” από ένα εύχαρες ειρωνικό πνεύμα. Ωστόσο, το μεγάλο μπαμ θα γίνει το 1978 που θα κυκλοφορήσει το “Είμαι ένας Φτωχός και Μόνος Καουμπόη”, ένα δίσκο ο οποίος θα του αλλάξει την καριέρα και θα του οριστικοποιήσει το προφίλ που επιθυμεί: αριστερός, ολίγον πλεϊμπόι, ολίγον πότης, ολίγον… τι αργά που φτάσαμε ως εδώ… για να παραφράσουμε τον Καρυωτάκη. Θα κάνει τα πάρτι του στη Βουλιαγμένη, θα δώσει παράταση εφηβείας στους τότε αριστερούς 40άρηδες που δεν ήταν σε ηλικία δράσης κατά την Κατοχή και ήταν πια μεγάλοι για το Πολυτεχνείο.
Η μεταπολίτευση θα ανοίξει την πόρτα σε ένα ορμητικό ποτάμι δημιουργίας, στη μουσική πάντα. Ο Μίκης θα αλωνίσει την Ελλάδα με συναυλίες παίρνοντας επιτέλους αυτά που του χρώσταγε τούτος ο τόπος, την πανελλήνια αναγνώριση. Είμαστε στο μεταίχμιο μιας εποχής δημιουργίας.
Μέχρι τώρα, όλοι οι συνθέτες έγραφαν (ή έστω προσπαθούσαν) έ ρ γ α. Τι σήμαινε αυτό; Δύο πράγματα: ή ομοιογένεια στη μουσική φόρμα ή ενιαίο ύφος στους στίχους. Τότε εφευρέθηκε και ο ορισμός “Κύκλος Τραγουδιών”, διότι όταν ένας Θεοδωράκης κυκλοφορεί το “Άξιον Εστί” ή ο Χατζιδάκις, από την άλλη, το “Μεγάλο Ερωτικό” ή το “Χαμόγελο της Τζοκόντας”, μόνο ένας θρασύς θα μπορούσε να ονομάσει τους δίσκους του έργα.
Κι όμως… γράφτηκαν έργα και μετά Μ.Χ. και Μ.Θ. Διότι η μεταπολίτευση φανερώνει ένα νέο συνθέτη – δρομέα μακρινών αποστάσεων. “Πολιτικά Τραγούδια” θα λέγεται ο πρώτος του δίσκος που θα βγει το 1975. Ο συνθέτης ονομάζεται Θάνος Μικρούτσικος, είναι σαφέστατα πολιτικοποιημένος και δεν το κρύβει. Ένα χρόνο αργότερα θα κυκλοφορήσει την “Καντάτα για τη Μακρόνησο”, όπου αίφνης μέσα στα οικεία ακούσματα θα “ανακαλύψουμε” ψήγματα ατονικής μουσικής! Το 1979 θα μελοποιήσει έναν παραγνωρισμένο στην εποχή του ποιητή, το Νίκο Καββαδία, θα εκδώσει το “Σταυρό του Νότου” και… ιδού το έργο. Με το δίσκο αυτό ο Μικρούτσικος θα αποσαφηνίσει το ύφος του και το ελληνικό τραγούδι θα συμπληρωθεί με ένα νέο ήχο. Ο Θ. Μικρούτσικος πέρα από σπουδαίος συνθέτης είναι και ένας ιδιαίτερα έξυπνος άνθρωπος. Έχοντας επίγνωση του εύρους του ταλέντου του δεν θα διστάσει να παίξει σε όλα τα ταμπλό. Λαϊκά σουξέ; “Η Αγάπη Είναι Ζάλη” (1986). Σοβαρό και σύγχρονο πολιτικό τραγούδι; “Συγνώμη για την Άμυνα”(1992) σε στίχους Τριπολίτη με το Γιώργο Νταλάρα (εκ του οποίου και το περίφημο “Ανεμολόγιο” που είναι ο πικρός ύμνος των αριστερών, όχι της αριστεράς). Κουλτούρα; “Για πιάνο και Φωνή” (1990) με τη Δήμητρα Γαλάνη. Βαριά… κουλτούρα; Ιδού τα “κλασικά” έργα και οι όπερες που παίζονται στα πιο δημοφιλή φεστιβάλ πρωτοποριακής μουσικής της Ευρώπης. Στο “βιογραφικό” του και το περίφημο Φεστιβάλ της Πάτρας, που επί της εποχής του ήταν όντως ό,τι καλύτερο είχαμε σε φεστιβάλ.
Το 1975 θα επιστρέψει από τη Γαλλία η Ελένη Καραϊνδρου με ένα δίσκο με τη Μαρία Φαραντούρη που λέγεται “Μεγάλη Αγρυπνία”. Δεν θα ακουστεί πολύ και η Καραϊνδρου, ούτως ή άλλως, δεν σκοπεύει να ασχοληθεί με το τραγούδι. Θα στραφεί νωρίς – νωρίς στο σινεμά και ιδιαίτερα από τη συνεργασία της με το Θόδωρο Αγγελόπουλο και τις σωστές δημόσιες σχέσεις θα αναδειχθεί ως κορυφαία συνθέτης μουσικής για κινηματογράφο, με διεθνή απήχηση. Μην ξεχνάμε πως είναι η μοναδική Ελληνίδα δημιουργός που εκδίδει δίσκους της η ECM.
Οι αρχές αυτής της δεκαετίας θα φέρουν στο τραγούδι μια πολύ καλή γενιά τραγουδιστών που θα κυριαρχήσει την αμέσως επόμενη δεκαετία και παραμένει ισχυρή μέχρι σήμερα, μια και όλοι τους, ηλικιακά, βρίσκονται λίγο πριν ή λίγο μετά τα 50. Ας αρχίσουμε, τυχαία, από κάπου. Έχουμε και λέμε:
Γιάννης Πάριος. Ένας άριστος τενόρος που πια έχει… μπασάρει. Έθεσε εαυτόν στην υπηρεσία του αισθηματικού τραγουδιού και μόνο.
Χάρις Αλεξίου. Μια μεγάλη λαϊκή τραγουδίστρια που τα τελευταία χρόνια θέλει να… ενταχθεί εις την Ευρώπη.
Γιώργος Νταλάρας. Ο άνθρωπος που ανήγαγε την τέχνη του τραγουδιού σε επιστήμη. Το ρεπερτόριό του αχανές σε έκταση και πολυμορφικό σε είδος. Ο απόλυτος επαγγελματίας.
Δήμητρα Γαλάνη. Τα έχει πει όλα για αυτήν ο Διονύσης Σαββόπουλος: “Εσένα, Δημητρούλα, ο ήχος της φωνής σου αντικαθιστά το στιχουργό, μάτια μου. Ένα μπους φερμέ κάνεις, έναν ψίθυρο και εγώ ακούω ολόκληρο ένα ποίημα” .Έτσι είναι.
Μανώλης Μητσιάς. Ένας σπουδαίος τραγουδιστής, με τα πολυτιμότερα στοιχεία του βυζαντινού μέλους στις φωνητικές χορδές. Θα χαρακτηριστεί ο ερμηνευτής των δημιουργών και όντως το “βιογραφικό” του είναι από τα πλέον βαρυσήμαντα.
Δημήτρης Μητροπάνος. Ένας στιβαρός λαϊκός τραγουδιστής που κινήθηκε επί δεκαετίες σε λάθος χώρους και λάθος ρεπερτόριο. Τα τελευταία χρόνια με τις συνεργασίες του με τον Τόκα και το Μικρούτσικο δείχνει διάθεση… ανανήψεως.
Τάνια Τσανακλίδου. Σημαντική ερμηνεύτρια χωρίς… ρεπερτόριο με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις.
Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Μέγας σταρ στους σκεπτόμενους εφήβους, αλλά έως εκεί.
Όλοι αυτοί οι τραγουδιστές θα ανδρωθούν τη δεκαετία που ακολουθεί και θα δράσουν παράλληλα με όσα καινούργια αυτή θα φέρει. Ήδη μπήκαν στην κουβέντα μας λέξεις όπως προφίλ, καριέρα, εταιρεία, λέξεις που θα γίνουν παντοδύναμες ευθύς αμέσως.
1980: Οι τραγουδοποιοί στο προσκήνιο
Η νέα δεκαετία ανήκει σε όλους τους άλλους πλην των δημιουργών. Γιατί; Γιατί η νέα γενιά που εμφανίζεται έχει μεν πολύ ταλέντο, αλλά λίγα πρόσωπα.
Αμιγώς συνθέτης τραγουδιών θα προκύψει ο εξής ένας. Σταμάτης Κραουνάκης. Θα μπει στην “επίσημη” δισκογραφία το 1981 με τα “Σκουριασμένα Χείλη” σε στίχους του Κώστα Τριπολίτη, δύο δικούς του και έναν της Λ. Νικολακοπούλου. Με το δίσκο θα ολοκληρώσει τον προσωπικό του ήχο και το ύφος του και με την αρωγή της μόνιμης στιχουργού του Λίνας Νικολακοπούλου θα προσελκύσει στο ελληνικό τραγούδι ένα νέο κοινό που μέχρι τότε το σνόμπαρε. Κάθε του δίσκος θα αποτελεί αντικείμενο συζήτησης, αμφισβήτησης, λατρείας, ανάλογα με το ποια θέση έχει απέναντι στα νέα ακούσματα ο κάθε ακροατής. Αλλά ο Κραουνάκης δεν θα σταματήσει στη δισκογραφία. Μαζί με τη Νικολακοπούλου πάλι θα “εισβάλουν” στη νύχτα προτείνοντας ένα νέο τρόπο διασκέδασης. Έναν τρόπο που έχει την αθωότητα της δεκαετίας του ’60 και τον απόλυτο επαγγελματισμό του τρέχοντος χρόνου. Θα στήσουν τις “Λεωφόρους” (Α και Β) θα ακολουθήσει το Ζοοm, το Γκάζι, το Φιξ (Θεσσαλονίκη). Όλα με “φορέα” την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω. Γιατί μέσα στα προσόντα του Κραουνάκη είναι και το να “φτιάχνει” τραγουδιστές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Άλκηστη Πρωτοψάλτη που μετρούσε σχεδόν δέκα χρόνια καριέρα πριν γίνει αυτό που έγινε συναντώντας το δυναμικό δίδυμο Κραουνάκη – Νικολακοπούλου.
Τι, ο Κραουνάκης είναι ο μόνος συνθέτης του ’80; Όχι βέβαια. Απλώς, είναι ο μόνος που θα συνεχίσει το νήμα που παρέλαβε από τους μεγάλους του ’60 – ιδιαίτερα το Χατζιδάκι – και τους καλύτερους εκ των επιγόνων τους. Στην ίδια δεκαετία θα φανεί και το άστρο ενός άλλου Σταμάτη, του Σπανουδάκη. Μόνο που αυτός ουσιαστικά ξεκίνησε το 1972 , εκδίδοντας δίσκους αφιερωμένους στο Θεό, με ορχηστική μουσική συνήθως, καθώς και τραγούδια για παιδιά. Οι μουσικές του για τις ταινίες “Ξαφνικός Έρωτας” και “Πέτρινα Χρόνια” θα στρέψουν την προσοχή μας πάνω του, ενώ το 1986 με το δίσκο “Κοντραμπάντο” θα έρθει το σουξέ.
Μια ιδιαίτερη περίπτωση είναι ο Νίκος Ξυδάκης. Θα ξεκινήσει στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας με την περιβόητη “Εκδίκηση της Γυφτιάς”, θα καθιερώσει ένα νέο ήχο ανατολίζοντα – ο οποίος πολύ θα μας ταλαιπωρήσει από τους δεκάδες μιμητές του – θα γράψει σπουδαία τραγούδια ιδιαίτερα κατά τη συνεργασία του με τον Γκόνη, θα εξελίξει τον ήχο του κάνοντάς τον πιο λιτό και ταυτόχρονα πιο βαθύ και πολύχρωμο. Όμως με τα χρόνια γίνεται όλο και πιο πολύ εσωστρεφής η δουλειά του. Υπέροχες οι μουσικές του, αλλά σαν να μοιάζουν λίγο μεταξύ τους τα τελευταία χρόνια…
Υπάρχουν όμως και τα “παιδιά του Χατζιδάκι”. Μια σειρά συνθετών που βγήκαν μέσα από το σπουδαίο επί της εποχής του Γ/ Πρόγραμματος, κατά την προηγούμενη δεκαετία. Από αυτούς, στο τραγούδι θα μείνει η Λένα Πλάτωνος (οι άλλοι ακολούθησαν πιο λόγιες – ας τις πούμε έτσι – πορείες) μια εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση στο ελληνικό τραγούδι. Πρώτη δισκογραφική δουλειά της η χιλιοακουσμένη “Λιλιπούπολη” το 1980, ενώ ένα χρόνο αργότερα με το “Σαμποτάζ” θα αποσαφηνίσει τις μουσικές της διαθέσεις, που έχουν να κάνουν με έναν ήχο ηλεκτρικό, πιο διεθνή και ενδεδυμένο με λόγο όλο και πιο εσωστρεφή όσο περνούν τα χρόνια. Μεγάλο ταλέντο. Δεν έχει κυκλοφορήσει πολλούς δίσκους, αλλά δεν έχει σημασία. Αποτελεί ούτως ή άλλως κεφάλαιο για τη μουσική μας. Ο τελευταίος της δίσκος, “Αναπνοές” πιστοποιεί ότι είναι ακόμα εδώ παλεύοντας με τους προσωπικούς της δαίμονες.
Ήταν πάντα ο “μικρός” επειδή του έλειπαν τρία – τέσσερα χρόνια για να είναι παρέα με τους άλλους. Αυτό το πείραγμα όμως είχε, όπως απεδείχθη, την ουσία και τη σημασία του. Γιατί ο “μικρός” ακολούθησε μια εντελώς άλλη πορεία μέσα στη μουσική, μέσα από το “Ορχηστικά Τοπία” και τη μουσική για το σινεμά. Τραγούδια έγραψε μόλις το 1990 κυκλοφορώντας το “Βίος Ελληνικός”, συνέχισε με μουσικές για σινεμά και θέατρο μέχρι που μπαίνει στη ζωή του η τηλεόραση που θα τον κάνει πανελληνίως γνωστό το 1993 με το τραγούδι των τίτλων από το σίριαλ “Αναστασία”. Έτσι, ανακαλύπτεται ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της εποχής μας. Τα “Τραγούδια για τους Μήνες” το 1996, με την Ελευθερία Αρβανιτάκη θα ξεπεράσουν τις 100.000 αντίτυπα σε πωλήσεις – νούμερο ξεχασμένο κοντά 15 χρόνια για το καλό τραγούδι! Είναι ο Δημήτρης Παπαδημητρίου.
Η δεκαετία του ’80 από τραγουδιστές θα πορευτεί με ό,τι της κληροδότησε η προηγούμενη. Μόνο μια νέα σταρ και ένας σημαντικός τραγουδιστής θα υπάρξουν. Η Άλκηστις Πρωτοψάλτη, είναι η σταρ, η οποία μολονότι μπαίνει στο τραγούδι το 1975 με την “Τετραλογία” του Μούτση, μολονότι για χρόνια είναι η ηγερία του Ηλία Ανδριόπουλου και ηλικιακά ανήκει στην προηγούμενη γενιά, θα εκτιναχθεί στα ύψη το 1985 με το “Κυκλοφορώ κι Οπλοφορώ”. Έκτοτε, θα ξεκινήσει μια λαμπρή καριέρα μεγάλης απήχησης και στη δισκογραφία και στα προγράμματα που παρουσιάζει. Εργατική, θαρραλέα στις προκλήσεις, επαγγελματίας από κορυφής μέχρις ονύχων. Αντικειμενικά, δεν είναι μια μεγάλη τραγουδίστρια. Ουσιαστικά, είναι μια πολυπρόσωπη περίπτωση one woman show, που επεδίωξε και είπε μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια που γράφτηκαν σε αυτά τα χρόνια. Δεν θα την ξεχάσει κανείς.
Ο τραγουδιστής είναι ο Μανώλης Λιδάκης, ο οποίος από το 1982 μέχρι το 1989 θα παλεύει να υπάρξει σε εταιρείες, που, αλλού… ποντάρουν, τραγουδώντας μέτρια πράγματα. Η αναγνώριση θα έρθει μόλις το 1990 με το δίσκο “Ούτε Που Ρώτησα” (και σε μια νέα εταιρεία βεβαίως).
Oι αρχές αυτής της δεκαετίας είναι η εποχή που ανακαλύπτεται για χιλιοστή φορά το ρεμπέτικο και το λαϊκό του ’50 και γεμίζει ο τόπος κομπανίες και ταβέρνες με πρόγραμμα. Τι διαδέχεται τις κομπανίες; Μια διάθεση… έξω ντέρτια και καημοί που είναι αρκετή για να καθιερώσει το μέχρι τότε αποκαλούμενο σκυλάδικο, σε τραγούδι επικίνδυνα μεγάλης απήχησης, το οποίο μάλιστα στεγάζεται και σε πολυτελείς χώρους πλέον και όχι στα άγνωστα χιλιόμετρα των εθνικών οδών.
Πρώτοι του ρεύματος των τραγουδοποιών οι… Κατσιμιχαίοι. Πρωτοεμφανίζονται στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού της Κέρκυρας με το πασίγνωστο “Μια Βραδιά στο Λούκι”. Το 1985 θα κυκλοφορήσουν τον πρώτο τους μεγάλο δίσκο, τα κλασικά πια “Ζεστά Ποτά”. Από κει και έπειτα τα πράγματα είναι εύκολα – στο να εκδώσουν τους δίσκους τους τουλάχιστον. Οι δύο ευαίσθητοι δίδυμοι μέχρι σήμερα είναι οι σημαντικότεροι τραγουδοποιοί μετά το Σαββόπουλο. Συχνά μελαγχολικοί, άλλοτε είρωνες και άλλοτε ιδιαιτέρως εσωστρεφείς, καταθέτουν κάθε φορά αυτό που έχουν με απόλυτη ειλικρίνεια. Η σκηνική τους παρουσία με όλο το μαύρο χιούμορ τους είναι ασμένως αποδεκτή από το πολυπληθές κοινό τους.
Μια σειρά συγκροτημάτων που επιχειρούν να κάνουν… ροκιές με καλό ελληνικό στίχο θα εμφανιστεί από τις αρχές της δεκαετίας. Καλύτεροι από αυτούς οι Τερμίτες (πρώτη εμφάνιση το 1983) και οι Φατμέ (πρώτη εμφάνιση το ’81). Ως συνήθως, τα συγκροτήματα – και εδώ και έξω – διαλύονται μόλις είναι έτοιμος ο “σταρ” που εκκολάπτεται. Έτσι έγινε και εδώ. Γύρω στο 1988 από τους Φατμέ θα ξεπεταχτεί ο Νίκος Πορτοκάλογλου και από τους Τερμίτες το 1989 ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας. Ο πρώτος, αρκετά χαμηλόφωνος, θα γράψει αρκετά ωραία τραγούδια, αν δεν είχε και την εμμονή να τα λέει ο ίδιος, ενδεχομένως να είχαν και καλύτερη διαδρομή. Ο δεύτερος εμφανίζεται πιο ισχυρός. Ξεκινάει με το δίσκο “Ο Μαγαπάς κι η Σαγαπώ”, όπου η τρυφερότητα φλερτάρει με το σαρκασμό για να απογειωθεί το 1991 γράφοντας το “Διδυμότειχο Μπλουζ”, ένα από τα ωραιότερα τραγούδια υπεράνω εποχών σε εξαιρετικούς στίχους του Γιάννη – Μπαχ – Σπυρόπουλου. Όσο και αν έχει βαρεθεί να το ακούει, το Διδυμότειχο θα είναι πάντα ένα όριο. Και ο Μαχαιρίτσας έχει τα κότσια να το υπερβεί. Διαθέτει πάρα πολύ ωραία φωνή – πράγμα όχι σύνηθες στους τραγουδοποιούς, τη εξαιρέσει των Κατσιμιχαίων και του… επερχόμενου Περίδη -, γράφει όμορφες μουσικές. Παρ’ όλα αυτά θεωρώ πως δεν θα ήταν άστοχο κάποτε να εμπιστευθεί τη φωνή του και σε κάποιο συνθέτη.
Ο Νίκος Παπάζογλου ξεκίνησε ως τραγουδιστής του Ξυδάκη και μετεξελίχθηκε σε αξιόλογο τραγουδοποιό. Έχει γράψει πολύ ωραία τραγούδια, τα οποία υποστηρίζει με τη δημοτικίζουσα φωνή του, που άλλοι απεχθάνονται και άλλοι κόβουν φλέβες υπέρ αυτής. Οι μουσικές του είναι – σε αντίθεση με τους υπόλοιπους τραγουδοποιούς – λαϊκές, έχει σκηνική παρουσία που ξεσηκώνει το κοινό, είναι μια σταθερή και, ευτυχώς, “λιγομίλητη” δύναμη.
1990: Πλίνθοι, κέραμοι
Σε αυτήν την τελευταία δεκαετία του αιώνα, μία σταρ θα “βγάλει” το τραγούδι: την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Η Ελευθερία έχει ξεκινήσει το δρόμο της σχεδόν δέκα χρόνια πριν – με την Οπισθοδρομική Κομπανία αρχικά και με πολλές συμμετοχές μόνη της σε δουλειές άλλων. Ήταν επί χρόνια η “αγαπημένη” τραγουδίστρια, του Νίκου Ξυδάκη, ας πούμε. Το μεγάλο μπαμ θα γίνει το 1991 με το δίσκο “Μένω Εκτός”. Έκτοτε, οι επιτυχίες θα ακολουθούν η μία την άλλη και τώρα, στο τέλος του αιώνα, η Ελευθερία βρίσκεται σε μια προσπάθεια διεθνούς καριέρας. Τι συμβαίνει με την Ελευθερία; Έχει μια ιδιότυπη φωνή με… τάση στις πολύ ψηλές νότες, κάτι που ή το ακούς και είσαι πανευτυχής ή δεν το ακούς καθόλου. Η σκηνική της παρουσία ενθουσιάζει το κοινό. Δεν βγήκε στα κέντρα από τότε που άρχισε τη σόλο καριέρα, αλλά επέλεξε τις περιορισμένου χρόνου εμφανίσεις και χτίζει με μεγάλη φροντίδα την καριέρα της. Το ρεπερτόριό της είναι από τα πλέον ποιοτικά που συναντά κανείς σε καριερίστα τραγουδιστή.
Η γενιά τραγουδιστών του ’70 εξακολουθεί να είναι η… άρχουσα τάξη. Ωστόσο, ήδη έχουν φανεί οι… επερχόμενοι: μια νέα “τάξη” ωραίων φωνών που αποκτά σύντομα δικό της και πολυπληθές κοινό.
Πρώτος και καλύτερος – κυριολεκτώ – ο Κώστας Μακεδόνας. Είναι “ανακάλυψη” του Κραουνάκη, με τον οποίο θα πορευτεί δισκογραφικά στα πρώτα του βήματα και μετά θα συνεχίσει με άλλους συνθέτες (Ζήκα, Νικολόπουλο κ.ά.). Πρόκειται για σπουδαίο τραγουδιστή που μπορεί να συγκινήσει εξίσου τραγουδώντας ένα απόλυτα λαϊκό τραγούδι αλλά και μια τρυφερή μπαλάντα. Δεν έχει ευτυχήσει μέχρι στιγμής – μόνη εξαίρεση η συνεργασία του με τον Κραουνάκη σε ρεπερτόριο. Το σίγουρο είναι πως έχει τα προσόντα μιας μεγάλης καριέρας. Ελπίζουμε αυτή να είναι και ουσιώδης.
Η Μελίνα Κανά έγινε γνωστή με το περίφημο τραγούδι του Σωκράτη Μάλαμα “Να Βάλω τα Μεταξωτά”. Καθιερώθηκε σύντομα ως η τραγουδίστρια του “νέου” ελληνικού τραγουδιού και έχει αποκτήσει ένα αξιοσημείωτα μεγάλο κοινό. Προσωπικά, τη θεωρώ υπερεκτιμημένη περίπτωση, λόγω του ότι τα τελευταία χρόνια σπανίζουν οι μεγάλες γυναικείες φωνές.
Περίπτωση ταχύρυθμης… καθιέρωσης είναι ο Γιάννης Κότσιρας. Χρόνια δίπλα στην Αρβανιτάκη, θα κάνει τον πρώτο του δίσκο (“Αθώος Ένοχος”) μόλις το 1996 και θα γίνει ο νέος σταρ. Βγάζει κάθε χρόνο και δίσκο ακολουθώντας κάποια τακτική μάρκετινγκ, υποθέτω.
Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης είναι ένας ακόμη σταρ. Είναι επίσης και ένας ποιητής. Έχει και εξαιρετική φωνή. Τι του λείπει; Ένας καλός συνθέτης. Ξεκίνησε πολύ ωραία με το Ζούδιαρη το 1993 (“Στην Αγορά του Κόσμου”) και το 1997 μας παρουσιάστηκε ως τραγουδοποιός με έναν εξαιρετικό – και εξαιρετικά εσωστρεφή – δίσκο που λεγόταν “Ο Χρόνος, ο Δρόμος και ο Πόνος”. Ήδη κυκλοφόρησε ο δεύτερος ολοδικός του πάλι δίσκος, ο “Ανεμοδείκτης”, στα χνάρια του πρώτου. Από τον Αλκίνοο κρατώ την ωραία φωνή και την εξαιρετική ερμηνευτική δεινότητα, κρατώ και τον ποιητικό του λόγο. Η μουσική του δεν είναι αδέξια, αλλά κατά τη γνώμη μου δεν είναι ισάξια των άλλων του ταλέντων. Πάντως, πρόκειται για μια αυθεντική περίπτωση μεγάλου τραγουδιστή. Έχει το μέγα προσόν του σκέπτεσθαι και, λογικά, η πορεία του θα είναι θριαμβευτική.
Μιλώντας για τον Αλκίνοο μπήκαμε ήδη στο “λήμμα” τραγουδοποιοί. Τι γίνεται εδώ; Δύο είναι οι κυρίαρχοι αυτής της δεκαετίας – χωρίς οι προηγούμενοί τους να έχουν σταματήσει βεβαίως την τροχιά τους: ο Σωκράτης Μάλαμας και ο Ορφέας Περίδης. Ο πρώτος, με μια σκιά “καταραμένου” να πλανάται γύρω από το όνομά του έγινε σύντομα πάρα πολύ δημοφιλής. Τα τραγούδια του είναι όμορφα – με λίγες εξαιρέσεις που θα μπορούσε κανείς να τις χαρακτηρίσει σπουδαίες – χαμηλόφωνα, εσωστρεφή, αυτοκαταστροφικά πολλές φορές.
Ο Ορφέας Περίδης πρωτοφάνηκε το 1991 στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού της Καλαμάτας με το πανέμορφο “Ρομπέν των Καμένων Δασών”. Θα γράψει τη “Φωτοβολίδα” που θα την κάνει σουξέ ο Νίκος Παπάζογλου και το ’93 θα κυκλοφορήσει τον πρώτο του δίσκο “Αχ, Ψυχή μου Φαντασμένη”. Ο Περίδης έχει ωραία φωνή. Γράφει συμπαθητικά τραγούδια και αρέσει. Έχει βγάλει μέχρι στιγμής τρεις δίσκους, που αν τους ακούσεις σερί νομίζεις πως είναι ένας που δεν τελειώνει.
Από συνθέτες τι γίνεται; Δεν γίνεται! Όλο και λιγοστεύουν οι γεννήσεις. Πολλοί αλωνίζουν, αλλά λίγοι νομίζω έχουν μακροπρόθεσμες δυνατότητες. Ένας από αυτούς είναι ο Στάμος Σέμσης, που ακόμα πελαγοδρομεί για να βρει το ύφος του. Θα ξεκινήσει με το Cairo τραγουδώντας ο ίδιος αγγλικά, θα γράψει το “Ναδίρ” (με την Τ. Τσανακλίδου), που προσεγγίζει το λαϊκό, θα βγάλει τα τελευταία χρόνια ένα δίσκο με την Κανά (“Γλυκό του κουταλιού”) αρκετά καλό. Δεν έχει καταλήξει ακόμα σε κάποιον ήχο, αλλά θεωρώ πως είναι ένας μουσικός με ταλέντο και μέλλον.
Η δεκαετία αυτή θα φέρει τα ελληνικάδικα, θα ζωντανέψει τον Πλέσσα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και το καλό ελληνικό τραγούδι θα δεχτεί ισχυρή επίθεση αφενός από το παλιά λεγόμενο σκυλάδικο – σήμερα φοβάμαι είναι το… τρέχον τραγούδι – και αφετέρου από την ποπ σκηνή που είναι στα πολύ επάνω της στις μικρές ηλικίες και με αδιαμφισβήτητο σταρ το Σάκη Ρουβά. Στο “Τραγούδι των νυχτερινών κέντρων” θα λάμψει το αστέρι της Άντζελας Δημητρίου, η Καίτη Γαρμπή και οι νεότερες Δέσποινα Βανδή, Νατάσσα Θεοδωρίδου. Στους άνδρες την “αρχηγία” θα παραλάβει από τον Πανταζή ο Βασίλης Καρράς και αρκετοί του ιδίου ύφους. Μεταξύ όλων υπάρχει μια σπουδαία λαϊκή φωνή που προσπαθεί να κρατήσει ένα αξιοπρεπές τουλάχιστον ρεπερτόριο, ο Πασχάλης Τερζής.
Η ποπ σκηνή θα ξαναβρεί την αίγλη του 1960 με νέα ονόματα, όπως Μαντώ – παρεμπιπτόντως, μεγάλη φωνή – Αλέξια, – άλλη ωραία φωνή – Λιβιεράτος, και… και… και. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει στην Άννα Βίσση η οποία τραγουδώντας σκουπίδια, αλλά έχοντας θαυμάσια φωνή και εξαιρετική σκηνική παρουσία, θα αναδειχθεί η σταρ των σταρ αυτής της δεκαετίας, με πανάκριβα προγράμματα – παραστάσεις και με πρόθεση τον τελευταίο χρόνο να… μεταπηδήσει στην Αμερική. Η εταιρεία κάνει ό,τι μπορεί. Θα ξέρουμε σύντομα.
Ένα νέο είδος τραγουδιού θα διαμορφωθεί αυτή τη δεκαετία, ένα είδος – μίξερ, όπου συνυπάρχει ο λαϊκός ήχος με τον ηλεκτρικό, με περιεχόμενο απολύτως αισθηματικό και με άρχοντα το Νότη Σφακιανάκη και… υπασπιστές τους Μαζωνάκη, Αλκαίο, Ρέμο.
Οι “από εδώ” θα αντιδράσουν με τον τρόπο τους. Νέα συγκροτήματα γεννιούνται που επιχειρούν να γράψουν σύγχρονο ελληνικό τραγούδι με ένα δικό τους τρόπο και δεν κάνουν κακή δουλειά. Αξιόλογη περίπτωση είναι οι Πυξ Λάξ που έχουν μεγάλη απήχηση. Ενδιαφέρουσες είναι οι περιπτώσεις των Συνήθων Υπόπτων, των Ξύλινων Σπαθιών, των Υπόγειων Ρευμάτων κ.ά.
Το τέλος του αιώνα βρίσκει το ελληνικό τραγούδι σε μια εξαιρετικά ρευστή κατάσταση. Tο μέλλον του φαντάζει απρόβλεπτο και ενδιαφέρον.
Σ. Bλαχογιάννη

Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές .
Views: 97