Από αφιέρωμα του περιοδικού ROM στην Ελληνική Μουσική
O στίχος για τον Έλληνα, όπως και για όλους τους περί τη Μεσόγειο λαούς, παίζει καθοριστικό λόγο στην αθανασία ενός τραγουδιού. Η μουσική μπορεί να είναι θαυμάσια, αλλά, αν ο λόγος που εκφέρεται δεν αγγίζει την καρδιά του ακροατή, δύσκολα θα μπει το τραγούδι στα χείλη του. Η δεκαετία του ’60, αποκαλούμενη και «χρυσή δεκαετία», πέρα από τη μεγάλη ανατροπή που έφερε στη μουσική, υπήρξε καθοριστική και για τη διαμόρφωση ενός νέου τοπίου γλώσσας στο τραγούδι.
Tα χρόνια πριν από το 1960 είναι αρκετά σκοτεινά, όσον αφορά το θέμα της πατρότητας των στίχων τραγουδιών που έχουν πολυακουστεί, διότι οι στιχουργοί δεν θεωρούνταν ισότιμοι με το συνθέτη και συχνά ο δεύτερος – έναντι 30 ή 50 δραχμών – αγόραζε την υπογραφή του πρώτου. Η μεγάλη γιαγιά του ελληνικού τραγουδιού, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, πήρε τη θέση που της άξιζε σχεδόν μετά το θάνατό της. Και όμως από αυτήν, όπως θα δούμε παρακάτω, εκπορεύτηκαν αρκετοί επόμενοι και επώνυμοι πλέον στιχουργοί.
Μια επανάσταση αρχίζει
Όταν το 1963 ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί Γιάννη Ρίτσο και εκδίδει τον “Επιτάφιο”, μια σελίδα της ιστορίας έχει γυρίσει. Ένα στοίχημα ξεκινάει και, αν δεν μεσολαβούσε η Δικτατορία, θα κερδιζόταν νωρίτερα από το ’74. Γιατί ο Μίκης συνεχίζει ακάθεκτος: 1964 “Άξιον Εστί” (Οδυσσέας Ελύτης), 1966 “Μικρές Κυκλάδες” (Οδυσσέας Ελύτης) αλλά και “Ρωμιοσύνη” (Γιάννης Ρίτσος). Τέσσερα χρόνια αργότερα και στο εξωτερικό πια θα συνεχίσει τη μελοποίηση ποιητικών κειμένων με την “Κατάσταση Πολιορκίας” (Ρένα Χατζηδάκη) και το “Πνευματικό Εμβατήριο” (Άγγελος Σικελιανός), για να ακολουθήσουν το 1973 τα “18 Λιανοτράγουδα της πικρής Πατρίδας” (Γιάννης Ρίτσος) και το 1974 ο “Ήλιος κι ο Χρόνος” (Γιώργος Σεφέρης).
Δύο χρόνια μετά το Θεοδωράκη, το 1965, ο Μάνος Χατζιδάκις κυκλοφορεί το δίσκο “Ματωμένος Γάμος – Παραμύθι χωρίς όνομα”, με τραγούδια από τα έργα των Λόρκα και Καμπανέλλη αντίστοιχα, σε στίχους του ποιητή και σταθερού συνεργάτη του Νίκου Γκάτσου το πρώτο, και του ίδιου του συγγραφέα το δεύτερο. Το παιχνίδι με την ποίηση ο Χατζιδάκις θα το κερδίσει πανηγυρικά το 1972 με το “Μεγάλο Ερωτικό”, ένα δίσκο – σταθμό στην ελληνική δισκογραφία και από άποψη μουσικής φόρμας και λόγω του σπουδαίου λόγου που ενεδύθη το μέλος: Καβάφης, Ελύτης, Μυρτιώτισσα, Σολωμός, Λόρκα – πάλι σε μετάφραση Γκάτσου – Σολομών κ.ά.
Το παράδειγμά τους θα ακολουθήσει το 1969 ο Γιάννης Μαρκόπουλος (“Ήλιος ο Πρώτος”, ποίηση Οδυσσέα Ελύτη), ενώ ο νεοαφιχθείς από τη Γαλλία Γιάννης Σπανός θα εκδώσει τις τρεις “Ανθολογίες” του (1967, 1968 και 1975 κατά σειρά), γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία με την Τρίτη. Το 1975 θα εκδώσει και ο Δήμος Μούτσης την “Τετραλογία” του σε ποίηση Σεφέρη, Καβάφη κ.ά., ένα δίσκο – τομή για την εποχή, κυρίως ως προς τις μουσικές φόρμες που δοκιμάζει ο συνθέτης, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα ο Θάνος Μικρούτσικος θα βάλει στα χείλη όλων τον παραγνωρισμένο τότε Νίκο Καββαδία με τον κλασικό πλέον “Σταυρό του Νότου”.
Αυτό που συνέβη τότε ήταν πολύ τολμηρό. Μιλάμε για μια εποχή που τα τραγούδια τραγουδιόνταν, στις ταβέρνες, στις παρέες, στους δρόμους, στα μπαλκόνια. Φυσικά, το “Άξιον Εστί” ή ο “Μεγάλος Ερωτικός” ουδέποτε τραγουδήθηκαν εκεί – δεν ήταν, άλλωστε, ο φυσικός τους χώρος – ούτε γνώρισαν την επιτυχία που τους επεφυλάχθη δέκα – δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή τους. Ωστόσο, υπέδειξαν μια αισθητική εντελώς διαφορετική από την κρατούσα και απέδειξαν ότι το τραγούδι μπορεί να είναι μια τρίλεπτη υπόθεση μεγάλης σημασίας. Αλλά όλα αυτά ο πολύς κόσμος τα κατάλαβε και τα τίμησε αργότερα.
Εκ παραλλήλου…
Παράλληλα με αυτό το κίνημα που, καλώς ή κακώς, ονομάστηκε “έντεχνο τραγούδι”, μέσω των λεγόμενων “επιγόνων” διαμορφώνεται ένα καινούριο λαϊκό τραγούδι και ένας καινούριος λόγος. Το 1963 κάνει την πρώτη του εμφάνιση ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Σε στίχους δικούς του και μουσική του – επίσης νέου τότε – Σταύρου Ξαρχάκου ακούγονται, στην ταινία “Κόκκινα Φανάρια” και γίνονται μεγάλες επιτυχίες τραγούδια όπως η “Άπονη Ζωή” και η “Φτωχολογιά”. Με τα τραγούδια αυτά θα τεθούν τα θεμέλια μιας μακράς ιστορίας και μιας ολόκληρης σχολής στιχουργίας. Κατά τη γνώμη μου, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είναι κατευθείαν απόγονος της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και ως προς τη θεματολογία και ως προς την τεχνική. Στιχουργός με πλούσια κοιτάσματα λέξεων, θα γράψει για τα πάντα: για τον έρωτα, για την κοινωνία, για τις γειτονιές που χάθηκαν, για την οδό Φυλής και την Αριστοτέλους, για τη μεταπολεμική φτώχεια που έφτιαχνε ανθρώπους με… πλούσια αισθήματα. Αντρικός ο λόγος του, δεν αποφεύγει τους λαϊκισμούς, ούτε σνομπάρει τη μανιέρα του, διότι γίνεται περιζήτητος και… υπερπαραγωγικός. Είναι αναμφισβήτητα ο σταρ των ομήλικων συναδέλφων του και τον έχει τραγουδήσει όλη η Ελλάδα από άκρη σε άκρη. Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είναι από τους πρωτεργάτες της καταξίωσης των στιχουργών ως ισότιμων μετόχων στη δημιουργία ενός τραγουδιού.
Το 1964, ένας νέος συνθέτης, ο Χρήστος Λεοντής, εκδίδει ένα δίσκο με τον Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα που πραγματεύεται την κατοχική και μετακατοχική Ελλάδα. Ο δίσκος λέγεται “Καταχνιά” και τα ραδιόφωνα ανάβουν. Τους στίχους έχει γράψει ο Κώστας Βίρβος. Ένας μάστορας του λόγου, με αμεσότητα και αίσθημα, θα εργαστεί με δεκάδες συνθέτες, γράφοντας τραγούδια γεμάτα πόνο αλλά και αξιοπρέπεια. Δικός του είναι ο “Θεσσαλικός Κύκλος” σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, δικό του και το “Μισό Εξ Αδιαιρέτου” σε μουσική Θόδωρου Δερβενιώτη, από όπου και το σουξέ “Σου’ χω Έτοιμη Συγνώμη” με τη φωνή του Μανώλη Μητσιά.
Τρία χρόνια πριν από το τέλος της Δικτατορίας, όλη η Ελλάδα λέει ένα και μόνο τραγούδι: το “Σταμούλη τον Λοχία”. Ο Πυθαγόρας που έγραψε τους στίχους είχε πρωτοεμφανιστεί το 1968 με τραγούδια του Νίκυ Γιάκοβλεφ, αλλά ο… Λοχίας του έδωσε πανελλήνια εμβέλεια. Λαϊκός στιχουργός, καταγόμενος από το λαϊκό τραγούδι του 1950 αλλά και από το ρεμπέτικο, με ιδιαίτερη ευαισθησία στις χαμένες πατρίδες, θα γράψει εκατοντάδες τραγούδια ευρείας απήχησης, με κοινωνική ματιά στα πράγματα αλλά και με μια τάση ερεθισμού των… δακρυγόνων αδένων. Έφυγε νωρίς, αλλά έχει σίγουρα το δικό του χρώμα στο ψηφιδωτό του ελληνικού τραγουδιού.
Την ίδια χρονιά με το “Σταμούλη τον Λοχία”, το 1971, μια νέα υπογραφή θα μπει στα οπισθόφυλλα των βινυλίων: Δήμος Μούτσης, Άγιος Φεβρουάριος, και ο Μάνος Ελευθερίου μπαίνει στη ζωή μας ορμητικά, μολονότι ως άνθρωπος είναι πολύ χαμηλού προφίλ. Έκτοτε ο Μάνος Ελευθερίου, χωρίς τυμπανοκρουσίες, σιγά και σταθερά, θα αρθρώσει τον προσωπικό του λόγο στο τραγούδι, ένα λόγο που φλερτάρει έντονα με την ποίηση, χωρίς να φέρει και το… βάρος της. Παρατηρητής των καιρών του αλλά και εραστής της μνήμης, θα ανασύρει τοπία και χώρους άλλων καιρών, ενσταντανέ εποχών περισσότερο αθώων σε κάθε επίπεδο. Μορφή μοναχική, μακριά από τις πολλές συνάφειες ακόμα και του χώρου του, εξακολουθεί να προσθέτει στο ενεργητικό του και στην καρδιά μας όμορφα τραγούδια.
Η Μεταπολίτευση θα αποκαταστήσει και μεγάλο μέρος του πολιτισμού αυτής της χώρας. Ο Μίκης θα συνεχίσει ακάθεκτος, πότε με στρατευμένα τραγούδια και πότε με μη, αλλά ποτέ δεν θα ξεχάσει την αγάπη του για την ποίηση. Το 1975 το “Canto General” του Πάμπλο Νερούντα θα βρει διεθνή απήχηση, όπως και τα περισσότερα έργα του Μίκη. Την ίδια χρονιά θα εκδώσει και τις “Μπαλάντες” σε ποίηση Μανώλη Αναγνωστάκη, βλέποντας τo όνειρό του να πραγματοποιείται: η ποίηση να τραγουδιέται από όλο τον κόσμο, διότι ποιος δεν υπέκυψε στην πικρή γοητεία του τραγουδιού “Δρόμοι Παλιοί” (που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα); Τρία χρόνια αργότερα, το 1978, θα μελοποιήσει το “Romancero Gitano” του Λόρκα σε απόδοση Οδυσσέα Ελύτη, ένα από τα ωραιότερα έργα του. Και συνεχίζει μέχρι σήμερα, μελοποιώντας νεότερους ποιητές, όπως το Διονύση Καρατζά κ.ά.
Αλλαγή “φρουράς”
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ένα καινούριο αεράκι δείχνει να φυσά στο τραγούδι. Νέοι συνθέτες, νέοι στιχουργοί, μια σιωπηρή επανάσταση ετοιμάζεται. Η αρχή γίνεται το 1978 με την “Εκδίκηση της Γυφτιάς” του Νίκου Ξυδάκη σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη, που μέχρι τότε θήτευε ως τραγουδιστής. Νέος ήχος, νέος λόγος. Στο λόγο θα σταθούμε. Ο Μανώλης Ρασούλης είναι μια ιδιότυπη περίπτωση: ικανός για το καλύτερο αλλά και για το τίποτα. Ξεκινά σπουδαία με τη “Γυφτιά”, μιλώντας τη γλώσσα της εποχής, που είναι πιο άμεση, πιο καθημερινή, (“Τρελή κι αδέσποτη παρ’ όλη την αγάπη”) σπάζοντας και τα τελευταία ίχνη του καθωσπρεπισμού που είχαν απομείνει στο τραγούδι. Είναι σαρκαστής, χιουμορίστας, ακραίος πολλές φορές. Και εύκολος. Με τις γνωστές ανατολίτικες εμμονές του, παραμένει ένας αυτεξούσιος στιχουργός, κάνοντας κάθε φορά ό,τι θέλει. Το αποτέλεσμα δεν είναι πάντα σπουδαίο, αλλά, όταν το επιδιώξει, είναι πραγματικά εξαιρετικό.
Η πρώτη εμφάνιση στη δισκογραφία του Κώστα Τριπολίτη δεν έχει καμία σχέση με τον πραγματικό του εαυτό! 1979 και Χατζηνάσιος – Γαλάνη: “Εικόνες”. Σουξέ γίνονται το “Ζω” (μετά από σένα ζω) και το “Γρανάζι”. Είναι απλά, συμπαθητικά τραγουδάκια, τίποτα το ιδιαίτερο. Τρία χρόνια αργότερα, ο Τριπολίτης θα επανέλθει με ένα μπαράζ δίσκων: “Επιβάτης και Ραντάρ” (Θεοδωράκης), “Πίσω απ τη Βιτρίνα” (Χατζηνάσιος), “Σκουριασμένα χείλη” (Κραουνάκης) και “Φράγμα” (Μούτσης). Με το Μούτση θα γίνει η απόλυτη χημεία. Μέγα σουξέ το περίφημο “Δεν Λες Κουβέντα” με τη Σωτηρία Μπέλλου, ενώ όλος ο δίσκος θα ανανεώσει την καριέρα του Δήμου Μούτση, δίνοντάς του την ευκαιρία να ανοιχτεί (επιτυχώς) σε νέες φόρμες. Τι συμβαίνει με τον Τριπολίτη ακριβώς; Είναι ο μόνος και ο απόλυτος πολιτικός στιχουργός της μετά το 1980 εποχής. Πολιτικός, όχι όμως με την παλιά έννοια του στρατευμένου και του μπροστάρη σε φανταστικές μάχες με αόρατα καθεστώτα, αδίστακτος και στις πιο σκληρές αλήθειες, έχει έναν τρόπο να κάνει τραγούδι έναν ολόκληρο κόσμο σκέψης και ιδεών. Είναι ένας “ορών Τειρεσίας”. Ζει απόμακρα, γράφει, ή μάλλον εκδίδει λίγο. Αποτελεί μια σπουδαία περίπτωση σε ευτελείς χρόνους. Τα τελευταία έξι χρόνια, σωπαίνει.
Την ίδια χρόνια κάνει τα πρώτα της βήματα και η Λίνα Νικολακοπούλου – μια στιχουργός που θα αλλάξει όντως την πορεία των πραγμάτων στον τομέα της. Το πρώτο σουξέ θα έλθει το 1984 με το περίφημο “Ποτέ”, του Σταμάτη Κραουνάκη. Η καθιέρωση απέχει μόλις ένα χρόνο. Το 1985 κυκλοφορεί το “Κυκλοφορώ κι Οπλοφορώ” και γίνεται το μεγάλο μπαμ. Αυτό μεταφράζεται αφενός σε “δόξα”, ενώ από την άλλη – και αυτό είναι το σημαντικότερο – θα γίνει η αιτία ένα νέο και νεανικό κοινό να προσέλθει στο ελληνικό τραγούδι. Χωρίς να υποτιμώ την προσφορά του Κραουνάκη, πιστεύω πως ο λόγος υπήρξε η κινητήρια δύναμη αυτής της μεταστροφής του νεανικού κοινού. Ξαφνικά, όλοι εμείς οι τότε 25άρηδες ακούσαμε αυτά που μας αφορούσαν: “Έχω μια μηχανή, δεμένη με σκοινί, που δεν μπορεί να φύγει, είσαι πληγή π’ ανοίγει”. Τα πρώτα χρόνια χαρακτηρίστηκε ως η στιχουργός του ιδιωτικού βίου, μιλώντας για αισθήματα και αισθήσεις, ζουμάροντας στο αίμα που τρέχει ανάμεσα στο ζευγάρι, κάνοντας τραγούδι φράσεις που όλοι έχουμε σκεφτεί. Με την πάροδο του καιρού, η θεματολογία της άνοιξε, συνοδευόμενη από μια αρκετά προσωπική ενδοσκόπηση. Όλο και περισσότερο εσωστρεφής τα τελευταία χρόνια, τολμηρή στη χρήση – αλλά και την κατάχρηση – της γλώσσας, ηδονίζεται με τις ίδιες τις λέξεις, χάνοντας συχνά τον ειρμό του νοήματος, αλλά έχοντας πάντα μια μοναδική δεξιότητα να σε κάνει να την προσέχεις. Ψάχνει και ψάχνεται, είναι από μόνη της σχολή, μόνο που δύσκολα μπορεί κάποιος να τη μιμηθεί, έτσι ευέλικτα και γρήγορα που κινείται στο ύφος και στη διάθεση, και φυσικά είναι σταρ στο είδος της.
Οι τρεις προαναφερθέντες στιχουργοί είναι οι ισχυρότεροι της… φουρνιάς τους. Το 1982 θα πρωτοεμφανιστεί ο Άλκης Αλκαίος στο “Εμπάργκο” του Θάνου Μικρούτσικου. Είναι δυνατός στιχουργός με προσωπικό λόγο αλλά ιδιαίτερα ολιγογράφος. Αρχές δεκαετίας του ’90 (το 1991 συγκεκριμένα) θα προσέλθει από την ποίηση στο τραγούδι ο Μιχάλης Γκανάς. Η δουλειά του είναι καθαρόαιμη ποίηση, στο στίχο θα γράψει υπέροχα κομμάτια και… θα γίνει και λίγο μόδα. Θα πέσει όμως στην παγίδα της υπερπαραγωγής που, μοιραία, φθείρει το λόγο.
Από εκεί και πέρα έχουμε πολλούς και καλούς παραποτάμους. Ένας είναι ο Θοδωρής Γκόνης, που εμφανίστηκε το 1987 στο δίσκο του Ξυδάκη “Κοντά στη Δόξα μια Στιγμή”. Είναι ένας στιχουργός στα χνάρια του Γκάτσου, με τη διαφορά πως γρήγορα τυποποιήθηκε το ύφος του και, αν δεν προσέξει, θα βρεθεί σύντομα σε αδιέξοδο. Έχει, ωστόσο, γράψει μερικά υπέροχα τραγούδια. Μια άλλη περίπτωση είναι ο Τάσος Σαμαρτζής που πρωτοεμφανίστηκε το 1985, αλλά “ακούστηκε” το 1990 με το πανέμορφο “Ίσως φταίνε τα φεγγάρια”, σε μουσική Νότη Μαυρουδή και με τη φωνή της Ελένης Βιτάλη. Σίγουρα πρόκειται για έναν ισχυρό στιχουργό, όμως – για λόγους που αγνοώ – εμφανίζεται σπανίως. Μπορεί πάντως να προσφέρει πολλά στη μουσική. Τελευταία περίπτωση και ενδεχομένως ένα νέο κεφαλαίο στο τραγούδι – θα το δείξει ο χρόνος – είναι ο Παρασκευάς Καρασούλος. Πρωτοεμφανίστηκε το 1987 με το δίσκο “Μαγικό Κλειδί” (Κορκολής-Δημητριάδη) και έδωσε το ισχυρότερο μέχρι στιγμής στίγμα του το 1996 με τη “Μικρή Πατρίδα”, σε μουσική Γιώργου Ανδρέου. Είναι αυτό που αποκαλούμε “στιχουργός – ποιητής”, με άριστη τεχνική, με σκέψη, με λόγο μεστό. Δείχνει να έχει τη δύναμη να ανατρέψει το μέχρι στιγμής τοπίο. Θα δούμε.
Σ.B.
Νίκος Γκάτσος – Ένας ευπατρίδης του λόγου
Το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι κατάγεται από αυτόν. Ποιητής του ενός βιβλίου (η περίφημη “Αμοργός”) γνωρίζοντας το Χατζιδάκι αφοσιώνεται στη στιχουργία κάνοντας αυτό που ήξερε να κάνει: ποίηση. Μετέφερε όλο τον κόσμο των ονείρων του σε τρίλεπτα… διαμάντια. Άνθρωπος βαθιά καλλιεργημένος, εμπεριέχει στο λόγο του όλο τον πλούτο της δημοτικής ποίησης (νομίζω είναι ο μόνος στιχουργός στο έργο του οποίου η φύση παίζει τόσο σημαντικό ρόλο) και διαμορφώνει ένα γλωσσικό τοπίο σχεδόν αχανές στην έκτασή του και πανάκριβο στην ποιότητά του. Αρχαίοι φίλοι – όπως αυτοαποκαλούνταν – με το Μάνο Χατζιδάκι θα γίνουν οι πνευματικοί πατέρες πολλών γενεών ακροατών και οι πρωθιερείς μιας μεγάλης σειράς συναδέλφων τους που ακόμα αντλούν από την πηγή τους. Το έργο του Νίκου Γκάτσου δεν χωρά σε ένα σημείωμα. Δεν χρειάζεται κιόλας. Υπάρχει παντού, στα βινύλια και στα CD, στη μνήμη και στην παιδεία όλων μας. Δυο λόγια μόνο: χωρίς αυτόν, το ελληνικό τραγούδι θα ήταν διαφορετικό. Γιατί, μην ξεχνάμε, πως ό,τι καλό υπάρχει σήμερα φέρει κάτι από τα γονίδιά του.
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές .
Views: 39