Ένα “κύμα” με συναίσθημα

You are currently viewing Ένα “κύμα” με συναίσθημα

Από αφιέρωμα του περιοδικού ROM στην Ελληνική Μουσική

Ένα ύφος ήταν το Νέο Κύμα, μια προσπάθεια να συντηρηθεί η τρυφερότητα και το συναίσθημα σε εποχές μεγάλης βίας. Ίσως να ξεπεράστηκε γρήγορα, κανείς όμως δεν μπορεί να του αρνηθεί τρία – τέσσερα πρόσωπα που κληροδότησε στο ελληνικό τραγούδι, τα οποία διακονούν την ίδια τέχνη μέχρι σήμερα.

Tο Νέο Κύμα ήταν και παραμένει μια διαρκής παρεξήγηση. Ξεκίνησε γύρω στο 1966 και διήρκεσε, ουσιαστικά, λιγότερο από μια δεκαετία. Ποια είναι η παρεξήγηση; Ότι οι καλλιτέχνες που εντάχθηκαν στο Νέο Κύμα – οι ελάχιστοι δηλαδή που “επέζησαν” μετά από αυτό – έκαναν τα πάντα για να αποτινάξουν από πάνω τους αυτή την “ταμπέλα”, οι δε “ιστορικοί” του τραγουδιού που το αποτίμησαν, και το αποτιμούν ακόμα, κρατούν μια ειρωνική στάση απέναντί του. Συγκεκριμένα, το Νέο Κύμα θεωρείται από πολλούς ένα σύμπτωμα μειωμένων… ανακλαστικών απέναντι στη σχεδόν σύγχρονή του δικτατορία και κατηγορείται για υπερβάλλοντα συναισθηματισμό σε καιρούς που είχαν ανάγκη εντελώς άλλα πράγματα. Υπερβολές. Το θέμα είναι πάρα πολύ απλό. Το Νέο Κύμα, ουσιαστικά, ήταν ένα τρικ του Αλέκου Πατσιφά, για να πλασάρει εμπορικά τους νέους καλλιτέχνες του. Πού συναντιόνταν όλοι αυτοί; Μπορεί και πουθενά, επί της ουσίας. Τι σχέση μπορεί να είχε, φερ’ ειπείν, η Αρλέτα με το Μιχάλη Βιολάρη; Από όπου και να το δεις, καμία. Ωστόσο, ανήκαν στο ίδιο… κύμα. Μιλάμε τώρα για την Πλάκα, εποχή των μπουάτ, ακουστικό τραγούδι και φοιτηταριό από κάτω να ξεχνιέται – γιατί, ούτως ή άλλως, οι ήρωες της εποχής μετριούνται στα δάχτυλα – τραγουδώντας το κλασικό “Μια φορά θυμάμαι μ’ αγαπούσες, τώρα σιωπή”, να ακούνε τα πρώτα τραγούδια του Γιάννη Σπανού, να απολαμβάνουν το μετάξι της Αρλέτας και το γήινο ερωτισμό της Χωματά, τον “μπρούτο” τρόπο του Γιώργου Ζωγράφου, το νέο ήχο και τρόπο που έφερνε εκείνος ο περίεργος από τη Θεσσαλονίκη που τον έλεγαν και Νιόνιο και Σαββόπουλο. Ένα ύφος ήταν το Νέο Κύμα, μια προσπάθεια να συντηρηθεί η τρυφερότητα και το συναίσθημα σε εποχές μεγάλης βίας. Ίσως να ξεπεράστηκε γρήγορα, κανείς όμως δεν μπορεί να του αρνηθεί τρία – τέσσερα πρόσωπα που κληροδότησε στο ελληνικό τραγούδι, τα οποία διακονούν την ίδια τέχνη μέχρι σήμερα.

Η Αρλέτα, κατ’ αρχάς, είναι πρόσωπο-καταλύτης την εποχή εκείνη για το Νέο Κύμα. Η Αρλέτα εξελίχθηκε σε μια μεγάλη ερμηνεύτρια – ακούστε την στο Romancero Gitano του Μίκη, αναζητήστε και απολαύστε την στα “12+1 Τραγούδια” του Χατζιδάκι. Άνθρωπος εσωστρεφής και σοφός, δεν επεδίωξε καριέρα και θόρυβο γύρω από το όνομά της. Πορεύτηκε και πορεύεται κάπως αργά, αλλά πάντα με ξεχωριστή ποιότητα και αισθητική στις επιλογές της. Επίσης, έγινε και μια εξαιρετική τραγουδοποιός, γράφοντας πολλά μικρά “διαμάντια” που ποτέ δεν ασχολήθηκε με το να τα διαφημίσει – και φυσικά, κανείς άλλος δεν το έκανε για λογαριασμό της. Με τα χρόνια, η φωνή της έχει βαθύνει και πλήθος χρωματιστές σκιές πάλλονται στην ερμηνεία της. Όσοι την απορρίπτουν, απλώς, δεν την ξέρουν.

Το Νέο Κύμα μάς κληροδότησε και δύο συνθέτες. Το Γιάννη Σπανό πρώτα – πρώτα που θα εξελιχθεί σε μουσικό μεγάλης απήχησης, καθώς προσήλθε σε πιο λαϊκούς δρόμους και έγραψε δεκάδες τραγούδια – περισσότερα, ενδεχομένως, από όσα άντεχε – που έγιναν επιτυχίες μέχρι και σήμερα. Πέρα από την κλασική “Γ’ Ανθολογία” του, δική του είναι και η “Οδός Αριστοτέλους” (1974), δική του και η πολυτραγουδισμένη “Μαρκίζα” (σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου) από τον ωραιότατο δίσκο “Η Βίκυ Μοσχολιού Τραγουδά Σπανό” (1977). Γράφει ακόμα, αλλά το πέρασμα του χρόνου είναι εμφανές.

Γιάννης Σπανός

Ο Νότης Μαυρουδής είναι ο δεύτερος από τους μη εξαιρετέους συνθέτες, που “βγήκε” την ίδια εποχή. Με σπουδές κλασικής κιθάρας και με εμφανέστατη την κλίση του προς την αισθητική του Χατζιδάκι θα γράψει πανέμορφα τραγούδια, μελωδικά, αλλά και λαϊκά. Το 1976 θα συζητηθεί πολύ η δουλειά του που φέρει τον τίτλο “Ζωγραφιές Από τον Θεόφιλο” (τραγούδι: Αλεξάνδρα, Μπαγιαντέρας). Ένα χρόνο αργότερα θα εκδώσει το “Παιδί της Γης”, έναν εξαιρετικό δίσκο με μελοποιημένους στίχους του Χατζιδάκι και με ερμηνευτές την Αρλέτα και τον Ηλία Λιούγκο, ενώ το 1990 η Ελένη Βιτάλη θα κάνει σουξέ το “Ίσως Φταίνε τα Φεγγάρια”. Δεν δισκογραφεί συχνά, αλλά, όταν το κάνει, η δουλειά του διακρίνεται πάντα από σεβασμό και ειλικρίνεια προς τον ακροατή του, αποδεικνύοντας κάθε φορά ότι μπορεί κανείς να διαγράφει την τροχιά του χωρίς φανφάρες, καταθέτοντας ουσία.

Νότης Μαυρουδής – 1966

Οι υπόλοιποι του Νέου Κύματος; Άλλοι εγκατέλειψαν το τραγούδι, άλλοι το υπηρετούν περιστασιακά και λιγοστοί ζουν ακόμα από αυτό… χωρίς να τους παίρνουμε είδηση. Γι’ αυτό σας λέω. Μεγεθύνθηκε η αξία του όταν υπήρχε, μεγιστοποιείται και η αυστηρότητα της εκ των υστέρων αποτίμησής του, χωρίς λόγο. Ήταν ένα ωραίο μπαλόνι, που ωραία ξεφούσκωσε. Είχαμε, όμως, κέρδος τρεις σημαντικούς καλλιτέχνες…

Σ.B.

Διονύσης Σαββόπουλος, ο άνθρωπος και ο ρόλος

Παίδι του Νέου Κύματος και αυτός κατά μία έννοια. Γρήγορα θα διαχωρίσει… τον ήχο του. Το 1966 κυκλοφορεί ήδη το “Φορτηγό” και… εγεννήθη ημίν ο πρώτος και ο έσχατος τραγουδοποιός. Κανείς πριν από αυτόν, κανείς μετά από αυτόν στο ίδιο επίπεδο. Θα κυκλοφορήσει πολλούς δίσκους, θα γράψει δεκάδες τραγούδια, αλλά τι είναι τελικά αυτός ο φλύαρος με την κομψευόμενη γλώσσα και το διδακτισμό, όταν μιλάει, που μας εκτοξεύθηκε από την συμπρωτεύουσα; Είναι ένας ιδιοφυής. Ένας χαριτωμένος κατεργάρης, με πονηρό ματάκι, γυαλιά, τιράντες, πουλάει στιλ, πουλάει μούρη, πουλάει τρέλα. Αλλά… αυτά που πουλάει με τη μορφή τραγουδιού έχουν μια απίστευτη δυναμική, παίζουν με όλες τις άκρες των αισθημάτων (από τη μέγιστη τρυφερότητα μέχρι την αηδιαστική και ταυτόχρονα αστεία περιγραφή μιας… ούρησης – άκου το “Θηρίο” από τα “Δέκα Χρόνια Κομμάτια”), παρακολουθούν τα τεκταινόμενα των καιρών και παίρνουν θέση – άσχετα με το αν συμφωνούμε μαζί του ή όχι. Δημιουργεί μια δική του γλώσσα, άμεση, καίρια, συχνά θρασεία και έχει καταφέρει 35 ολόκληρα χρόνια τώρα ό,τι κάνει να μας αφορά. Ως μουσικός θα επιχειρήσει ένα, ας το πούμε έτσι, μελωδικό ροκ, ως στιχουργός τα είπαμε παραπάνω, ως ερμηνευτής των τραγουδιών του, δεν συζητιέται – ποιος άλλος θα μπορούσε να τους δώσει τέτοια πνοή.

Όλα αυτά, μέχρι τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Μεγαλώνοντας και αντιλαμβανόμενος την απήχηση που έχει σε ένα ευρύτατης γκάμας ακροατήριο, ο άνθρωπος θα γίνει ρόλος, και, πειστικός σαν ταλαντούχος ψεύτης, θα αρχίσει να μιλάει για τα πάντα, θεωρητικοποιώντας κιόλας τις “απολογίες” του για κάποια στραβοπατήματα που θα του καταλογισθούν. Αρκετά μεγάλος πια θα ανακαλύψει – για λόγους εμπορικούς ή και πολύ προσωπικούς, τα δέχομαι και τα δύο – την ορθοδοξία, το Μητσοτάκη, το στρατό, στον οποίο δεν πήγε. Θα πέσει στην παγίδα που ο ίδιος έστησε στον εαυτό του, παριστάνοντας τον γκουρού επί παντός θέματος. Όλη αυτή η κατάσταση σημαίνει απλώς… λιγότερα τραγούδια. Από το “Κούρεμα” (1989) και μετά έχουμε να κάνουμε με έναν άλλο Σαββόπουλο πιο απολογητικό, πιο ακραίο στις αντιφάσεις του, πιο πονηρό στις επιλογές του. Ωστόσο, εξακολουθεί να γράφει ωραία τραγούδια, από εκείνα τα “δικά” του, προσπαθώντας να μπει στο νου και τη σκέψη των σημερινών εφήβων, σαν ένας αρχαίος έφηβος και αυτός. Πολύ ιδιαίτερη περίπτωση, πολύ σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του τραγουδιού και – το κυριότερο – ανεπανάληπτος.

Δείτε και ακούστε το αφιέρωμα στο ΝΕΟ ΚΥΜΑ από το Καλλιτεχνικό Εργαστήρι Ελευσίνας το 2015

Ένα φωτογραφικό ταξίδι στο Νέο Κύμα μέσα από τις φωτογραφίες της παρουσίασης της εκδήλωσης του εργαστηρίου.

 

Άδεια Creative Commons
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές .

Views: 44

Αφήστε μια απάντηση