28η Οκτωβρίου 1940: Πικρές αλήθειες και εθνικές ψευδαισθήσεις

You are currently viewing 28η Οκτωβρίου 1940: Πικρές αλήθειες και εθνικές ψευδαισθήσεις

28η Οκτωβρίου 1940: Πικρές αλήθειες και εθνικές ψευδαισθήσεις

Δημοσίευση: 25/10/2019
ΡΕΠΟΡΤΑΖ ESOS

του Ηρακλή Τσιάμαλου (Φιλολόγου)

Ίσως δεν υπάρχει πιο παραστατική αφήγηση για την ημέρα της 28ης Οκτωβρίου 1940 από αυτή ενός αυτόπτη μάρτυρα, του λογοτέχνη Γιώργου Θεοτοκά. Γράφει στο ημερολόγιό του:

«Πλήθη νέων […] έχουν χυθεί στους κεντρικούς δρόμους, με λάβαρα, σημαίες, δάφνες, μουσικές. […] O κόσμος συμμετέχει σ’ αυτές τις εκδηλώσεις, χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει. Είχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια να δω τέτοιον ενθουσιασμό στην Αθήνα.

Αισθάνεται κανείς ένα πάθος μες στον αέρα, ένα φανατισμό, μια λεβεντιά. Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο, είναι κάτι ωραίο. Και μια τέλεια εθνική ενότητα. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που αισθάνουμαι τέτοιαν ομόνοια να βασιλεύει στον τόπο.»

Πιθανότατα, η πρώτη φορά αυτής της αίσθησης «ομόνοιας που βασιλεύει» του Γ. Θεοτοκά ήταν και η τελευταία του. Η χώρα μας, έχασε περίπου το ένα δέκατο του πληθυσμού της. 700.000 Έλληνες πέθαναν είτε στα πεδία των μαχών, είτε κατά τη διάρκεια πολεμικών επιχειρήσεων ή αντιποίνων σε αντιστασιακές ενέργειες είτε από τις κακουχίες και την πείνα. Ήταν τεράστια η ελληνική συνεισφορά στον παγκόσμιο αγώνα κατά του φασισμού, αν αναλογιστούμε ότι μιλάμε για μια χώρα που είχε μόλις 7,2 εκατομμύρια πληθυσμό. Δυστυχώς, πολύ γρήγορα ήρθαν οι συγκρούσεις μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων , τα Δεκεμβριανά και ο Εμφύλιος πόλεμος. Ήταν μια καταστροφική, μια τραγική δεκαετία για τη χώρα μας που καταστρεφόταν ακόμα και την ώρα που όλες οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες είχαν αρχίσει την επούλωση των πληγών τους.

Τα ιστορικά γεγονότα είναι στοιχεία του παρελθόντος και δεν αλλάζουν. Ο τρόπος όμως που τα θυμόμαστε και τα γιορτάζουμε, σε καμία περίπτωση δε μπορούν να θεωρηθούν Ευαγγέλια που δεν επιδέχονται αλλαγές.

Γεννά, για παράδειγμα, ανάμικτα συναισθήματα το να βλέπει κάποιος Έλληνες διπλωμάτες στο εξωτερικό να βγάζουν τον πανηγυρικό της 28ης Οκτωβρίου έχοντας στο κοινό τους Ιταλούς, εκπροσώπους της ιταλικής κυβέρνησης. Θα ρωτήσει κάποιος καλοπροαίρετα: Πού είναι το κακό; Όλα τα έθνη έχουν εθνικές εορτές. Ναι , είναι η απάντηση, αλλά γιορτάζονται είτε η ανακήρυξη της εθνικής ανεξαρτησίας, είτε η ημερομηνία υπογραφής μιας συνθήκης ειρήνης. Ο εορτασμός της αρχής του πολέμου και μάλιστα η εστίαση σε νίκες εις βάρος του αντιπάλου, αποτελούν μελαγχολική ελληνική εξαίρεση που κάνει τους προαναφερθέντες διπλωμάτες να παραλείπουν στους πανηγυρικούς τους λέξεις όπως «εποποιία» «Ιταλία», «Μουσολίνι», «Φασισμός» προκειμένου να μη δημιουργήσουν ακόμη πιο μεγάλη αμηχανία στους Ιταλούς ακροατές τους. Πρόκειται για υπερρεαλιστικές καταστάσεις, αν σκεφτούμε ότι δεν υπήρξε ποτέ μίσος μεταξύ Ελλήνων και Ιταλών, ακόμη και όταν ήταν αντίπαλοι στα πεδία των μαχών. Απόδειξη είναι οι εκατοντάδες Ιταλοί στρατιώτες που διασώθηκαν από Έλληνες, όταν συνέβη το πολιτικό και στρατιωτικό διαζύγιο μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και της Ιταλίας.

Ίσως η σοβαρότερη παρενέργεια του συγκεκριμένου τύπου εορτασμού είναι η πεποίθηση που έχει δημιουργηθεί, δεκαετίες τώρα, σε ένα τμήμα της κοινής γνώμης και των ενόπλων δυνάμεων, ότι ως λαός είμαστε προικισμένος με υπερφυσικές ικανότητες που μας επιτρέπουν να κατατροπώνουμε αριθμητικά ανώτερους και καλύτερα εξοπλισμένους αντιπάλους. Όταν μια πλαστή αυτοαντίληψη που τρέφει ένας λαός για τον εαυτό του γίνει κυρίαρχη εθνική τάση, συχνά η πραγματικότητα αναλαμβάνει να τον προσγειώσει συχνά με πολύ οδυνηρό τρόπο. Ένα απλό φυλλομέτρημα της ελληνικής και της παγκόσμιας ιστορίας αρκεί για να το διαπιστώσουμε.

Γιατί λοιπόν επιλέχθηκε η συγκεκριμένη ημερομηνία; Η αλήθεια είναι απλή και πικρή. ‘Ηταν ίσως μια από τις ελάχιστες στιγμές στον εικοστό αιώνα που μας βρήκε ενωμένους και αποφασισμένους. Ταυτόχρονα , στο υπόλοιπο της δεκαετίας του 1940 δεν υπήρχε τίποτα άλλο που θα μπορούσε να είναι αφορμή εορτασμού. Ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας είχε χωριστεί σε δυο μεγάλες κατηγορίες . Στους «κομμουνιστοσυμμορίτες» και στους «μοναρχοφασίστες» , για να αναφέρουμε τις εκφράσεις που χρησιμοποιούσε η κάθε παράταξη για την άλλη. Κανένας δε φανταζόταν στις 28 Οκτωβρίου 1940 ότι δέκα χρόνια μετά , οι μισές μαθήτριες στα σχολεία της εποχής θα ήταν μαυροντυμένες για ένα αδελφό, για κάποιον πατέρα ή κάποιο θείο που χάσανε.

Επομένως, περισσότερος προβληματισμός για το πού οδηγούν οι πόλεμοι και οι εθνικοί διχασμοί και λιγότεροι πανηγυρικοί για το πόσο στρατιωτικές ιδιοφυίες είμαστε , ίσως μας επιτρέψουν να δούμε με άλλο μάτι τις σχέσεις μας με τους γείτονές μας , στηριγμένοι στο ρεαλισμό και εγκαταλείποντας εθνικές ψευδαισθήσεις που μόνοι μας δημιουργήσαμε για τον εαυτό μας και την ιστορία μας.

Visits: 77

Αφήστε μια απάντηση