Η Ελευσίνα τα χρόνια του πολέμου του 1940
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε μια από τις πιο βάρβαρες σελίδες στην ιστορία της Ελευσίνας, η οποία στις 28 Οκτωβρίου 1940, βομβαρδίζεται μαζί με άλλες περιοχές, από ιταλικά αεροπλάνα. Περίπου έναν χρόνο μετά, Γερμανοί στρατιώτες καταλαμβάνουν την περιοχή και επιτάσσουν όλα τα δημόσια κτίρια. Τα χρόνια που ακολουθούν είναι δύσκολα και χαρακτηρίζονται από τον θάνατο. Ο αριθμός των νεκρών ξεπερνάει τους 300, μεγάλο μέρος των οποίων έχει πεθάνει από την πείνα. Μετά από μάχες και βομβαρδισμούς, που κόστισαν ανθρώπινες ζωές, αλλά και έντονη αντιστασιακή δράση, η απελευθέρωση της Ελευσίνας, έγινε πράξη στις 12 Οκτωβρίου του 1944.
Δείτε παρακάτω ένα Slide Show με πληροφορίες για την εποχή από το Δήμο Ελευσίνας και φωτογραφίες από το αρχείο του Βαγγέλη Τσάκου.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ (ΒΑΓΓΕΛΗΣ) ΤΣΑΚΟΣ
Ο Βαγγέλης Τσάκος γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 1913 στο Ψάρι Νεμέας. Η μητέρα του πέθανε όταν ήταν πολύ μικρός και ο πατέρας του έφυγε μετανάστης στην Αμερική για να θρέψει τα 4 παιδιά του.
Στο χωριό του πήγε σχολείο μέχρι και την Τετάρτη Δημοτικού αλλά αναγκάστηκε να φύγει για δουλειά. Πηγαίνει στον Πόρο όπου δουλεύει στα λεμόνια, μετά στον Πειραιά σε καφενείο και σε μπακάλικο. Στα 15 του χρόνια έρχεται στην Ελευσίνα και πιάνει δουλειά στο τσιμεντάδικο. Στην απεργία του 1936 ήταν γραμματέας της απεργιακής επιτροπής του Σωματείου «Τιτάν-Ελαιουργείου». Συλλαμβάνεται με άλλους απεργούς και φυλακίζεται.
Στο αλβανικό μέτωπο πολέμησε το φασισμό και ανδραγάθησε. Βαριά τραυματισμένος μεταφέρεται στο Λουτράκι και πριν ακόμα οι πληγές του κλείσουν ζήτησε να πάει πάλι στο μέτωπο.
Στην Κατοχή εκλέγεται πρόεδρος του Σωματείου Τσιμεντεργατών «Τιτάν-Χάλυξ». Πρώτοι οι τριμεντεργάτες κερδίζουν με αγώνα το συσσίτιο από τη γερμανική εταιρία Μπαουστοφάν. Ήταν από τους θεμελιωτές της ομοσπονδίας Τσιμεντεργατών Ελλάδας. Μετά το μπλόκο στο εργοστάσιο οι Γερμανοί τον αναζητούσαν και αναγκάστηκε να φύγει από την Ελευσίνα. Πήγε στο Λαύριο και έγινε καθοδηγητής του εργατικού κινήματος και της Αντίστασης αλλά λόγω της αγωνιστικής του δράσης απολύεται. Υπήρξε Πρόεδρος της Επαγγελματικής και Βιοτεχνικής Ένωσης Ελευσίνας. Από τους βασικούς ιδρυτές και στη συνέχεια πρόεδρος της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Θριασίου. Επίσης ως υπεύθυνος του κλασικού αθλητισμού στον Πανελευσινιακό, ανέβασε την ομάδα στην πρώτη κατηγορία.
Πρωτεργάτης στην ίδρυση του Ε.Ο.Σ. Ελευσίνας το 1962. Διετέλεσε Πρόεδρος του Συλλόγου το διάστημα 1966-1969 και 1971-1978. Εργάστηκε για τη θεμελίωση και ανέργεση του καταφυγίου στον Κιθαιρώνα. Ένα τεράστιο έργο, που ο Σύλλογος τιμώντας τον του έδωσε το όνομα του «Καταφύγιο Βαγγέλης Τσάκος».
Ανέβηκε σε πολλά βουνά μας και πάντα με τη φωτογραφική του μηχανή. Φωτογραφιζε τα βουνά και τη φύση και έστελνε τις φωτογραφίες του σε διάφορες εκθέσεις, όπου και απέσπασε πολλές διακρίσεις και βραβεία. Από τους πρώτους που έφτιαξε μαγνητοφωνημένες προβολές με διαφάνειες. Τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες τις εμφάνιζε μόνος του και ας ήταν αυτοδίδακτος.
Παντρεύτηκε στις 6 Νοεμβρίου 1955 με την Τασία Στασινοπούλου και πέθανε στις 14 Δεκεμβρίου 1978. Άφησε με διαθήκη του στο Δήμο Ελευσίνας αξιόλογο φωτογραφικό υλικό, τα βραβεία του, καθώς και το σπίτι του προκειμένου να γίνει παιδικός σταθμός για τα παιδιά της Ελευσίνας και χώρος για να στεγάζεται ο Ε.Ο.Σ. Ελευσίνας.
Δείτε το φωτογραφικό αρχείο του Ε. Τσάκου
Ακούστε την απαγγελία του ποιήματος που έγραψε ο Ορέστης Λάσκος για τον αδελφό του Βασίλη Λάσκο, κυβερνήτη του υποβρυχίου “Κατσώνης” το οποίο βυθίστηκε ανοιχτά της Σκιάθου στις 14 Σεπτεμβρίου 1943 καθώς και το μελοποιημένο απόσπασμα από τον Δημήτρη Ανδρώνη.
Η απαγγελία, καθώς και το τραγούδι και η ορχηστρική του εκδοχή που θα βρείτε στο ψηφιακό βιβλίο είναι από ζωντανή ηχογράφηση της εκδήλωσης με τίτλο: “Θάλασσα – Β. Λάσκος – Ελευσίνα” που πραγματοποίησε το Καλλιτεχνικό Εργαστήρι Ελευσίνας στο Παλαιό Ελαιουργείο Ελευσίνας στο πλαίσιο των Αισχυλείων 1997.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μέσα απ’ τα μάτια ενός κατοίκου της Ελευσίνας
«Δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι, τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν. Θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν»
Αλκιβιάδης Μαρούγκας
Ακούστε και διαβάστε παρακάτω τη συνέντευξη που έδωσε ο Άλκης Μαρούγκας στην ερευνήτρια Μυρτώ Ανδρώνη για λογαριασμό του οργανισμού Ιστόρημα
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μέσα απ’ τα μάτια ενός κατοίκου της Ελευσίνας
Επιλεγμένα αποσπάσματα της συνέντευξης του Άλκη Μαρούγκα
Στις 28 του Οκτώβρη του 1940, ήχησαν οι πρώτες σειρήνες του πολέμου.
Κατόπιν εντολής των αρχών, όλοι οι πολίτες έπρεπε να κατασκευάσουν καταφύγια που θα μας προφύλαγαν από πιθανούς βομβαρδισμούς. Ομαδικά καταφύγια κατασκεύασε και ο δήμος σε δημόσιους χώρους, που ήταν μελετημένα με αεραγωγούς, με πολύ τσιμέντο για πάρα πολλούς ανθρώπους. Ένα τέτοιο πρόχειρο καταφύγιο κατασκεύασε και ο πατέρας μου στην αυλή του σπιτιού μας.
Τέτοιες προετοιμασίες δεν έκαναν κι άλλες πόλεις της χώρας μας, και αυτό γιατί η Ελευσίνα, είχε το θλιβερό “προνόμιο” να έχει το αεροδρόμιο, το Βιδουργείο – η ΠΥΡΚΑΛ που λέμε σήμερα – και το λιμάνι, σημεία στρατηγικά για τους κατακτητές που, όταν ήρθαν στην Ελλάδα τα αξιοποίησαν προς όφελός τους.
Εγώ, από ό,τι θυμάμαι, αν οι βομβαρδισμοί γίνονταν νύχτα, ξύπναγα τις περισσότερες φορές μέσα στο καταφύγιο. Ενώ, όταν ήταν μέρα, πάντα με κρατούσε από το χέρι ο μεγάλος μου αδελφός και τρέχαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, να μπούμε σε ένα καταφύγιο και να προφυλαχτούμε. Και σε λίγο, ο ουρανός γέμιζε από συμμαχικά αεροπλάνα και οι βόμβες άρχισαν να πέφτουν βροχή. Αυτό το γεγονός συνέβαινε σχεδόν καθημερινά.
Σε έναν τέτοιο βομβαρδισμό, ίσως ο μεγαλύτερος που θυμάμαι και που έγινε στις 6 Δεκεμβρίου του 1943 και ώρα περίπου 10 πρωινή, σκοτώθηκε και ο πατέρας μου. Ήταν μέρα γιορτής του Αγίου Νικολάου και, όπως όλοι οι πιστοί χριστιανοί, έτσι και ο πατέρας μου, πήγαν στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου που ήταν – και είναι – στο δυτικό μέρος του λοφίσκου δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας, για να παρακολουθήσουν την θεία λειτουργία. Την στιγμή που κόντευε να τελειώσει η λειτουργία, ήχησαν οι σειρήνες του συναγερμού. Όλοι οι πιστοί έτρεξαν να προφυλαχθούν μπαίνοντας στα καταφύγια. Άλλοι πρόλαβαν, άλλοι όμως όχι. Έτσι, ο πατέρας μου και δύο, τρεις άλλοι άνδρες, μπήκαν σε ένα μαγαζί που βρήκαν μπροστά τους και κρύφτηκαν πίσω από έναν ξύλινο πάγκο. Το μαγαζί αυτό βρισκόταν στη γωνία των οδών Νικολαϊδου και Αισχύλου. Ακριβώς στην γωνία του πεζοδρομίου έπεσε μια βόμβα με αποτέλεσμα να σκοτωθούν ο πατέρας μου και πολλοί άλλοι Ελευσίνιοι. Ήταν από τους πιο μεγάλους και καταστροφικούς βομβαρδισμούς που έγιναν στην Ελευσίνα. Το ίδιο βράδυ έγινε ακόμη ένας νυχτερινός βομβαρδισμός εξίσου μεγάλος και καταστροφικός.
Όσο διαρκούσε αυτός ο επαίσχυντος πόλεμος, ο πατέρας μου, η μητέρα μου, εγώ και τα μεγαλύτερα αδέλφια μου, πασχίζαμε να επιβιώσουμε τρώγοντας οτιδήποτε κατάλληλο ή ακατάλληλο για φάγωμα. Είδα ανθρώπους να περπατάνε και να κρατάνε με τα δυο τους χέρια τα μάγουλά τους και να φωνάζουν «Πεινάω! Πεινάω!». Είδα ανθρώπους να ψάχνουν σωρούς σκουπιδιών, να ψάχνουν μήπως βρουν κάτι φαγώσιμο. Είδα ανθρώπους πεθαμένους στον δρόμο. Τυμπανιασμένους από την ασιτία και από την αβιταμίνωση. Και άλλα τραγικά περιστατικά που είναι αδύνατον να μπορέσει να τα δεχτεί και να κατανοήσει ένα παιδικό μυαλό.
Όταν εγκαταστάθηκαν οι Γερμανοί στην Ελευσίνα, μέσα στην πόλη, έκαναν επίταξη ένα νεοκλασικό, υπέροχο, κτίριο που ήτανε στην ιδιοκτησία ενός αξιόλογου Ελευσίνιου, του Κώστα του Μορφόπουλου και το μετέτρεψαν σε αρχηγείο τους. Βρίσκεται στη γωνία των οδών Ηρώων Πολυτεχνείου και Δήμητρος, δίπλα από το καφέ του Γρηγόρη σήμερα και νομίζω ότι έχει περιέλθει πλέον στο Δήμο Ελευσίνας.
Μια ιστορία που με στιγμάτισε είναι η εξής:
Απέναντι ακριβώς από το περιβολάκι που καλλιεργούσε ο πατέρας μου ήταν ένα κτήμα τεράστιο που είχε αμυγδαλιές. Εκεί ήρθαν και κατασκήνωσαν, με 15 περίπου αντίσκηνα, πάρα πολλοί Γερμανοί. Και όπως καταλαβαίνει κανείς, η ζωή μας έγινε ακόμη πιο δύσκολη. Η αλήθεια είναι ότι δεν μας πείραξαν, ειδικά εμάς τα παιδιά, αλλά το να κοιμάσαι το βράδυ – μαύρο ύπνο κάναμε – και να ξυπνάς το πρωί βλέποντας τους κατακτητές σου, δεν είναι και ότι το καλύτερο. Ώσπου μια νύχτα δεν πρόλαβαν να ηχήσουν οι σειρήνες του συναγερμού, ακούστηκε ο εκκωφαντικός ήχος των αεροπλάνων από πάνω μας. Και η νύχτα έγινε μέρα από τις φωτοβολίδες, αλεξίπτωτα που φώτιζαν τον ουρανό. Αμέσως, άρχισαν να πέφτουν οι βόμβες βροχή. Εμείς, μόλις που προλάβαμε να μπούμε στο πρόχειρο καταφύγιο που είχε κατασκευάσει ο πατέρας μας. Σκοτώθηκαν πάρα πολλοί Γερμανοί. Το επόμενο πρωί, ήρθαν στον πατέρα μου και του πήραν την τσουγκράνα για να μαζέψουν – δυστυχώς – τα κομμάτια των σκοτωμένων Γερμανών, πάνω από τα συρματοπλέγματα.
Αυτό το μακάβριο γεγονός το αναφέρω, για να γνωρίσουν οι νέοι ότι δεν υπάρχει πιο φρικτό πράγμα από έναν πόλεμο.
Ένα άλλο γεγονός που αξίζει να αναφέρω είναι το εξής:
Όταν ιδρύθηκε ο Ελληνικός Απελευθερωτικός Στρατός – ο ΕΛΑΣ που λέμε – απ’ όλους τους Έλληνες πατριώτες, που έδωσαν την ζωή τους για την απελευθέρωση και την ελευθερία της πατρίδας μας, πολλοί Ιταλοί που πολεμούσαν – παρά την θέλησή τους – μαζί με τους Γερμανούς, άρχισαν να λιποτακτούν από τον στρατό τους και να ενσωματώνονται με το ελληνικό αντάρτικο. Έτσι, μια νύχτα παρουσιάστηκαν κρυφά τρεις Ιταλοί στρατιώτες μαζί με έναν Έλληνα πατριώτη. Ο πατέρας μου τους έντυσε με παλιά, δικά του ρούχα και πριν ξημερώσει τους οδήγησαν στο βουνό μαζί, να ενσωματωθούν με τον αντάρτικο στρατό. Όλα αυτά με κίνδυνο της ζωής τους βέβαια. Εκείνο, δε, που μου έκανε εντύπωση είναι ότι αμέσως είπε της μητέρας μου να ανάψει φωτιά, και να κάψει όλα τα στρατιωτικά ρούχα των Ιταλών μη τυχόν τα βρουν οι Γερμανοί γιατί τότε η εκτέλεση ήταν σίγουρη.
Ένα άλλο σημείο που θέλω να τονίσω, είναι τα μπλόκα που έκαναν οι Γερμανοί και συνελάμβαναν Έλληνες πολίτες, κυρίως νέους. Τους συγκέντρωναν όλους στο παλαιό νεκροταφείο που ήταν τότε στην πλατεία του Αγίου Κωνσταντίνου. Εκεί γινόταν η διαλογή όσων νέων θα έστελναν στην Γερμανία για να δουλέψουν στα εργοστάσια και όσων θα εκτελούσαν. Τον τελευταίο χρόνο του πολέμου, αυτά τα μπλόκα γίνονταν πολύ πιο τακτικά, γι’ αυτό ο αδελφός μου ο μεγάλος και 7 – 8 φίλοι του σκέφτηκαν να κάνουν έναν κρυψώνα. Έσκαψαν έναν τεράστιο λάκκο τετράγωνο, τον σκέπασαν με χοντρά ξύλινα καδρόνια, κάρφωσαν λαμαρίνες από πάνω και έριξαν χώμα. Πάνω από το χώμα έριξαν σωρό από μεγάλους ασβεστόλιθους. Ανάμεσα από τις πέτρες έβαλαν μια σωλήνα σε σημείο που να μην φαίνεται για να έχουν οξυγόνο να αναπνέουν. Η είσοδος σε αυτόν τον κρυψώνα θα γινόταν από το τεράστιο τζάκι, εκεί που μαγείρευε η μητέρα μου. Άνοιξαν λοιπόν, το κάτω μέρος του τζακιού, έφτιαξαν μια τσιμεντένια πλάκα με έναν χαλκά στην μέση για να μπορούν να το σηκώνουν και να το ξαναβάζουν στην θέση του. Και από εκείνη την τρύπα που επικοινωνούσε με τον κρυψώνα, έμπαιναν 8-9 νέοι μαζί με τον αδελφό μου. Πολλές φορές είχαν ακόμα και 11 άτομα. Τότε, η μητέρα μου με τις μεγάλες μου αδελφές έβαζαν την πλάκα και σκέπαζαν την τρύπα αυτή. Η μητέρα έριχνε μπόλικη στάχτη από πάνω. Άναβε την φωτιά και στο επάνω μέρος της τοποθετούσε την σιδεροστιά. Έβαζε έναν τέντζερη, ένα τσουκάλι με νερό, δήθεν για να μαγειρέψει. Αυτή η κατασκευή αποδείχθηκε σωτήρια για τους νέους που κρύβονταν σε αυτή.
Το 1941 έφερε μαζί του και τον χειρότερο χειμώνα των τελευταίων δεκαετιών με πάρα πολύ κρύο και πάρα πολύ χιόνι. Θυμάμαι τον πατέρα μου που, για να βγούμε από την πόρτα του σπιτιού μας, άνοιγε διαδρόμους με το φτυάρι παραμερίζοντας το χιόνι δεξιά – αριστερά, για να μπορέσουμε να περπατήσουμε. Οι άνθρωποι, όχι μόνο δεν είχαν να φάνε αλλά, έπρεπε και να ζεσταθούν. Τότε, άρχισε δειλά στην αρχή, με μεγαλύτερη ταχύτητα μετά, η λεηλασία όλων των υλικών που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην φωτιά από το σχολείο που πηγαίναμε, το σημερινό 3ο Δημοτικό. Πόρτες, παράθυρα, θρανία, καρέκλες, έδρες, πίνακες. Ακόμα και η οροφή του κτιρίου που ήταν ξύλινη. Στο τέλος είχαν μείνει μόνο τα πλίνθινα ντουβάρια και αυτά μισογκρεμισμένα.
Σήμερα, στον χώρο αυτόν είναι η πλατεία Σμύρνης και μια τεράστια παιδική χαρά. Όταν τελείωσε ο πόλεμος και έπρεπε τα παιδιά να ξαναπάνε σχολείο, δεν υπήρχε τίποτα από το παλαιό σχολείο. Γι’ αυτό μισθώθηκαν 2 μεγάλοι χώροι, εξοπλίστηκαν με τα απαραίτητα και εκεί τελειώσαμε την βασική μας εκπαίδευση. Σε αυτό, λοιπόν, το κτίριο συνεχίσαμε και τελειώσαμε το δημοτικό μας σχολείο βγάζοντας κάθε χρόνο 2 τάξεις.
Πιστεύω ότι, όλοι οι πόλεμοι είναι παράλογοι, γιατί σε κανέναν πόλεμο δεν υπάρχει λογική. Γιατί, ποια λογική θα επέτρεπε να μένουν μάνες δίχως γιούς και παιδιά χωρίς πατέρα; Τα σημάδια του πολέμου τα κουβαλάω σε όλη μου τη ζωή.
Αυτή η εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές .
Views: 149