Το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ

You are currently viewing Το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ

Οι «χαμένες» νότες του Ρέκβιεμ

του Ηλία Μαγκλίνη από την Καθημερινή

«Το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ είναι θεϊκό μα δεν θα το ακούσουμε ποτέ», γράφει ο συνθέτης Πιερ-Ανρί Ντιτρόν (Pierre-Henri Dutron). Κι όμως, το περίφημο Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, έργο καταλόγου Κέχελ 626, είναι από τα πλέον δημοφιλή στους κύκλους της λεγόμενης κλασικής μουσικής. Αποσπάσματα ακούγονται σε ταινίες όπως «Το Θεώρημα» του Παζολίνι, το «Ελα να δεις» του Κλίμοφ, ενώ στο πολυβραβευμένο «Αμαντέους» του Μίλος Φόρμαν βλέπουμε τον άρρωστο Μότσαρτ να υπαγορεύει το Ρέκβιεμ στον –υποτίθεται– εχθρό του Αντόνιο Σαλιέρι (καμία σχέση με την πραγματικότητα· επρόκειτο για ποιητική αδεία του θεατρικού συγγραφέα Πίτερ Σάφερ). Ενας λόγος που το Ρέκβιεμ απέκτησε διαστάσεις μύθου είναι και η φήμη που διαδόθηκε ότι ο Μότσαρτ δηλητηριάστηκε από τον Σαλιέρι. Το θέμα έγινε θεατρικό έργο από τον Πούσκιν («Μότσαρτ και Σαλιέρι»), καθώς και όπερα από τον Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ.

Τι εννοεί, όμως, ο Ντιτρόν όταν λέει ότι «δεν θα ακούσουμε ποτέ το Ρέκβιεμ»; Ο Μότσαρτ δεν ολοκλήρωσε ποτέ το Ρέκβιεμ, αυτό είναι γνωστό. Τον πρόλαβε ο θάνατος στα 35 του χρόνια. Πόσο, όμως, από αυτό που άφησε είναι αληθινά δικό του;

Την ολοκλήρωση του έργου ανέλαβε, κατ’ εντολήν της χήρας του μεγάλου μουσουργού, λίγο καιρό μετά τον θάνατο του τελευταίου, ο νεαρός μουσικός Φραντς Χάβερ Σούσμαϊερ, ενώ από το 1791 έως σήμερα, και άλλοι συνθέτες και μουσικολόγοι προσπάθησαν να δώσουν τα φώτα τους. Ο Ντιτρόν έρχεται να αμφισβητήσει κάποιες από τις επιλογές που ακολούθησε ο Σούσμαϊερ –ο οποίος, σε αντίθεση με το τι διέδωσε η χήρα του Μότσαρτ, δεν υπήρξε μαθητής του τελευταίου αλλά του Σαλιέρι–, βασισμένος όμως αποκλειστικά σε μια εξαντλητική μελέτη των χειρογράφων του Μότσαρτ. Το ηχητικό αποτέλεσμα περιλαμβάνεται στην πιο πρόσφατη ηχογράφηση του τιτάνιου έργου από την εταιρεία Harmonia Mundi.

Στο βιβλιαράκι που συνοδεύει τον δίσκο ο Ντιτρόν αναλύει διεξοδικά το σκεπτικό του εγχειρήματος, υπενθυμίζοντας μια ενοχλητική αλήθεια: το Ρέκβιεμ παρέμεινε οδυνηρά ημιτελές και με αυτή την έννοια, όχι, δεν θα το ακούσουμε ποτέ στην ολότητά του. Η εκδοχή που προτείνει ο Ντιτρόν φέρεται να είναι η πιο πιστή ως προς τους σκοπούς και τις προθέσεις του συνθέτη διότι εστιάζει αποκλειστικά σε όλα όσα πρόλαβε να γράψει ο Μότσαρτ.

Το χρονικό γύρω από το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ είναι όντως μπερδεμένο. Η ιστορία που διέδωσε η χήρα του είναι πως ένας άγνωστος ανέθεσε στον ήδη άρρωστο μουσουργό τη σύνθεση μιας νεκρώσιμης ακολουθίας. Υποτίθεται ότι ο Μότσαρτ πίστεψε πως ήταν άγγελος από το επέκεινα και ότι το Ρέκβιεμ προοριζόταν για τον δικό του θάνατο. Γι’ αυτό και καθυστερούσε να το ολοκληρώσει. Αυτή είναι η μυθιστορηματική εκδοχή του χρονικού.

Ωστόσο, επιστολές του συνθέτη από τους τελευταίους μήνες της ζωής του παρουσιάζουν έναν άνθρωπο γεμάτο δημιουργικό οίστρο. Ο Ντιτρόν προσθέτει πως δεν υπάρχει κανένα μεταφυσικό ρίγος πίσω από την αργοπορία του Μότσαρτ να ολοκληρώσει το έργο αλλά μια αναβλητικότητα που συνόδευε συχνά τις συνθέσεις θρησκευτικής μουσικής που αναλάμβανε.

Ο εντολέας

Οντως, ένας άγνωστος παρήγγειλε το Ρέκβιεμ, ο κόμης Φραντς φον Βάλσεγκ, μουσικόφιλος, καλοπληρωτής μα και… ολίγον κλέφτης: είχε το συνήθειο να «υιοθετεί» ξένες συνθέσεις και σε ιδιωτικά κοντσέρτα να τις παρουσιάζει ως δικές του. Πολύ γρήγορα το όνομα του Μότσαρτ αποκαταστάθηκε. Από τότε ξεκίνησε μια ολόκληρη φιλολογία, που στιγμές στιγμές θυμίζει αστυνομικό θρίλερ, η οποία συνεχίζεται έως σήμερα.

mozart_memorial_monument_by_zuu_dovahkiin

Το τελευταίο Ρέκβιεμ

του Σάκη Μαλαβάκη από τα ΝΕΑ

Ο Πιέρο Μελογκράνι, ιταλός διανοούμενος και πολιτικός, εκτός από τη μουσική και την ιστορία, την οποία δίδασκε στο Πανεπιστήμιο της Περούτζια για παραπάνω από είκοσι χρόνια, αγαπάει και τα μυστικά, ή μάλλον την αποκάλυψη αυτών. Σε τέτοιο σημείο (ένα από τα πιο ωραία βιβλία του έχει τον τίτλο «Τα ψέματα της Ιστορίας» – Le bugie della storia, Milano: Mondadori, 2006) ώστε έγραψε πρόσφατα, μεταξύ των άλλων, μια ενδιαφέρουσα βιογραφία για τον Μότσαρτ, η οποία συζητήθηκε πολύ.
Σύμφωνα με τον ιταλό ιστορικό εκείνο το «Ρέκβιεμ» Κ626, το τελευταίο έργο του μεγάλου συνθέτη, αποτελεί το μυστήριο ενός ανολοκλήρωτου αριστουργήματος. Ενα μυστήριο που στο πέρασμα του χρόνου δίχασε ιστορικούς και μουσικολόγους, τροφοδότησε εικασίες και αναθέρμανε τα πάθη.

Η υπόθεση έχει ως εξής: τον Ιούλιο του 1791, σε ηλικία τριάντα πέντε ετών, ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ δέχεται από έναν αγνώστων στοιχείων διαμεσολαβητή παραγγελία για να γράψει ένα ρέκβιεμ. Αρχίζει να συνθέτει, αλλά να συνεχίσει μπορεί μόνο ύστερα από μήνες αφότου έχει ολοκληρώσει την όπερα «Η μεγαλοψυχία του Τίτου» και τον «Μαγικό Αυλό». Οταν όμως γύρω στα μέσα Σεπτεμβρίου επιστρέφει από την Πράγα στη Βιέννη για να εργαστεί, η υγεία του έχει αρχίσει να χειροτερεύει.

Όσοι έχουν δει την εκπληκτική ταινία του Μίλος Φόρμαν «Αμαντέους» με τον εξίσου εκπληκτικό Τομ Χαλς στον πρωταγωνιστικό ρόλο, θα θυμούνται ίσως τη δημιουργικότητα που επικρατούσε εκείνους τους τελευταίους μήνες της ζωής του συνθέτη στην παγωμένη κατοικία του στη Βιέννη. Αν και εξασθενημένος, ο ιδιοφυής μουσικός καταφέρνει να ολοκληρώσει μέσα σε μόλις δύο μήνες ακόμη τέσσερις συνθέσεις, αλλά η υγεία του βρίσκεται σε τραγική κατάσταση.

Από τις 20 Νοεμβρίου είναι ακινητοποιημένος στο κρεβάτι του, αλλά συνεχίζει να δουλεύει πάνω στο «Ρέκβιεμ». Τελευταία φορά που ο Μότσαρτ ασχολείται με αυτό είναι το απόγευμα της 4ης Δεκεμβρίου 1791. Την επόμενη νύχτα ο εξαιρετικός συνθέτης θα πεθάνει. Διακόσια χρονιά μετά και τα ερωτήματα γύρω από την τελευταία, μοιραία σύνθεσή του συνεχίζουν να προκαλούν και να σαγηνεύουν. Ποιος ήταν αυτός που ανάθεσε το έργο στον Μότσαρτ; Ηταν όντως ο φθονερός Σαλιέρι, όπως μας έδειξε ο Φόρμαν στην ταινία του, ή κάποιος άλλος; Και κυρίως, ποιος ολοκλήρωσε το πασίγνωστο έργο του αυστριακού μουσικού;

Σύμφωνα με τον Μελογκράνι, ο μεσάζων ήταν σχεδόν σίγουρα ο Γιόχαν Πούχμπεργκ, έμπορος και πιστωτής του συνθέτη, που του ανέθεσε το «Ρέκβιεμ» ύστερα από απαίτηση του κόμη Φραντς Βάλτσεγκ-Στούπαχ. Το ποσό που συμφωνήθηκε, 400 φιορίνια, ήταν πολύ υψηλό, σχεδόν ισότιμο με εκείνο που είχε δεχτεί ο Μότσαρτ για τους «Γάμους του Φίγκαρο» αλλά δικαιολογείται, καθώς ο συνθέτης γνώριζε πως ο κόμης θα παρουσίαζε το έργο ως δικό του – ένδειξη της απόλυτης αφοσίωσης και του σεβασμού του προς τη σύζυγό του που είχε πεθάνει πρόσφατα.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο όμως, ο Μότσαρτ όφειλε επιπλέον να περιοριστεί και να αποφύγει οτιδήποτε το ιδιοφυές στη σύνθεσή του ώστε να μην αποκαλυφθεί. Να αρνηθεί την ανάθεση δεν μπορούσε καθώς ήταν καταχρεωμένος προς τον Πούχμπεργκ με ένα πολύ μεγαλύτερο ποσό από αυτό που είχε δεχθεί. Τελικά, ο νεαρός μουσικός θα απαλλαγεί από το μπέρδεμα αυτό, πεθαίνοντας και αφήνοντας το «Ρέκβιεμ» ανολοκλήρωτο.

Ποιος όμως το ολοκλήρωσε; Το μοναδικό τμήμα του Ρέκβιεμ που ο Μότσαρτ έγραψε ολόκληρο – όπως υποστηρίζει ο ιταλός ιστορικός και επιβεβαιώνει ο Μπέρνχαρντ Παουμγκάρτνερ, ερευνητής, συνθέτης και διευθυντής του Mozarteum του Ζάλτσμπουργκ για παραπάνω από σαράντα χρόνια – είναι το Introitus Requiem Aeternam. Πέντε λεπτά δηλαδή, από τα πενήντα που διαρκεί συνολικά το «Ρέκβιεμ». Και εν μέρει δικά του είναι το «Kirie» και η «Lacrimosa». Το υπόλοιπο το συνέθεσαν ή το ολοκλήρωσαν, πιθανώς βασισμένοι σε σημειώσεις και υποδείξεις του συνθέτη, μερικοί μαθητές και βοηθοί του, μεταξύ των οποίων ο Φραντς Σούσμαϊρ, ο Φραντς Φραϊστάντλερ και ο Γιόζεφ Εϊμπλερ, τους οποίους είχε συγκεντρώσει όλους μαζί, γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό, η σύζυγος του Μότσαρτ, Κονστάντσε.

Το τελικό αποτέλεσμα ουσιαστικά ήταν πλαστό, από την άλλη όμως αυτό ήταν και το επιθυμητό αποτέλεσμα της ανάθεσης του κόμη Βάλτσεγκ. Αυτό που ήλπιζαν οι μαθητές του ήταν να έχουν ολοκληρώσει ένα έργο μες στο οποίο οι ακροατές θα μπορούσαν να διακρίνουν εδώ κι εκεί κάποια ίχνη της διάνοιας του δασκάλου τους. Και από ό,τι φαίνεται το κατάφεραν. Παρά τις χοντράδες και τις κοινοτοπίες (σχετικές προφανώς) που οι ειδικοί εντόπισαν στην τελική σύνθεση, μια fusion θα λέγαμε σήμερα, το «Ρέκβιεμ» εμπεριέχει αδιαμφισβήτητα ένα μικρό μέρος του ταλέντου του μεγάλου δασκάλου, τόσο ισχυρού ώστε σήμερα, 200 χρόνια μετά, να συνεχίζει να μας συγκινεί.

Costanze Mozart

«Το μυστήριο του ρέκβιεμ»

του Ηλία Γιαννόπουλου από το ΒΗΜΑ

Κανένα άλλο έργο του Μότσαρτ δεν συνδέεται τόσο άμεσα και εύγλωττα με τη ζωή και τον θάνατο του συνθέτη όσο το ημιτελές Ρέκβιεμ. Οι καλλιτεχνικές του αρετές, το γεγονός ότι αποτελεί το τελευταίο του έργο, αλλά κυρίως το ζήτημα της αυθεντικότητάς του, έχουν γίνει αφορμή για πλήθος συζητήσεων, από την εποχή της σύνθεσής του ως σήμερα, και έχουν τροφοδοτήσει μιαν ολόκληρη μυθολογία γύρω από τις συνθήκες γραφής του. Το μυστήριο του Ρέκβιεμ θα παραμείνει άλυτο, παρά τις αναρίθμητες εκτελέσεις και εκδόσεις του έργου, και παρά την ιστορική-επιστημονική έρευνα που χρονολογείται ήδη από τον 19ο αιώνα: ο συνθέτης το πήρε μαζί του στον τάφο για πάντα. Σήμερα, και παρά τις όποιες δίκαιες ενστάσεις, η κυριότερη ιστορική πηγή και, πολύ περισσότερο, η μοναδική μαρτυρία, παραμένει η ολοκλήρωση της παρτιτούρας αλλά και του έργου από τον νεαρό μαθητή του συνθέτη, Franz Xaver Sussmayr (Φραντς Ξάβερ Ζύσμαϋρ). Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στο τέλος του 19ου αιώνα ο Μπραμς συμπεριέλαβε ατόφια την εκδοχή αυτή στην έκδοση των Απάντων του συνθέτη.

H πραγματική ιστορία της γένεσης του έργου είναι γνωστή ήδη από το 1800. Το καλοκαίρι του 1791 ο κόμης Φραντς φον Βάλσεγκ, θέλοντας να τιμήσει τη μνήμη της νεαρής συζύγου του, ανέθεσε στον γλύπτη Γιόχαν Μάρτιν Φίσερ την κατασκευή ενός μαρμάρινου μνημείου και στον Μότσαρτ τη σύνθεση μιας νεκρώσιμης λειτουργίας. Ο κόμης ήταν ένας ενθουσιώδης, πλην ερασιτέχνης μουσικός, που συνήθιζε να διοργανώνει ιδιωτικές συναυλίες, όπου μεταμφιεσμένος παρουσίαζε έργα άλλων συνθετών ως δικά του. Το ίδιο φαίνεται ότι σκόπευε να κάνει και με το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ. Γι’ αυτόν τον λόγο η γραπτή παραγγελία δόθηκε στον συνθέτη ανώνυμα και μυστικά από έναν άγνωστο, πολύ πιθανόν γραμματέα του βιεννέζου δικηγόρου του κόμη. Το γεγονός αυτό πυροδότησε στα κατοπινά χρόνια διάφορες ιστορίες γύρω από τον άγνωστο μεσάζοντα, ο οποίος αναφέρεται και ως μαύρος αγγελιαφόρος, ουσιαστικά ως ο ίδιος ο Χάρος που προειδοποιεί τον συνθέτη για τον επερχόμενο θάνατό του. Είναι χαρακτηριστική η ανεκδοτική φιλολογία της εποχής που αναφέρει ότι ο συνθέτης καταπιάστηκε με το Ρέκβιεμ όπως ο Ραφαήλ με τη Μεταμόρφωση – το τελευταίο του έργο, που ολοκληρώθηκε από τους μαθητές του -, συνθέτοντας, συμβολικά, τη δική του μεταμόρφωση, ή μάλλον εξαΰλωση.

Λόγω των ανειλημμένων του υποχρεώσεων στην Πράγα, ο Μότσαρτ ασχολήθηκε με τη σύνθεση του Ρέκβιεμ μόλις τον Σεπτέμβριο του 1791 και αποκλειστικά με αυτό μετά την πρεμιέρα του «Μαγικού Αυλού» στις 30 του ίδιου μήνα. Στις 20 Νοεμβρίου η αρρώστια του (υψηλός πυρετός, τρεμούλιασμα των άκρων και εν συνεχεία παράλυση) τον έριξε στο κρεβάτι, απ’ όπου μπορούσε να εργαστεί ελάχιστα και με μεγάλη δυσκολία. Στις 5 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου πέθανε αφήνοντας το έργο ανολοκλήρωτο.

H χήρα του Μότσαρτ, Κονστάντσε, έπρεπε ωστόσο να παραδώσει στον κόμη τη Λειτουργία, για την οποία είχε εισπράξει το μισό ποσό ως προκαταβολή. Απευθύνθηκε αρχικά στους πιο πεπειραμένους μαθητές του συνθέτη, Φραντς Γιάκομπ Φράιστεντλερ και Γιόζεφ Αϊμπλερ. Παρ’ ότι και οι δύο, κυρίως ο δεύτερος, άφησαν τα ίχνη τους στην ενορχήστρωση των πρώτων μερών του έργου, αρνήθηκαν να αναλάβουν ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα. Ετσι δεν έμενε άλλος από τον Ζύσμαϋρ, ο οποίος είχε μάλιστα διατελέσει βοηθός του στη σύνθεση των οπερατικών έργων «Μαγικός Αυλός» και «Η μεγαλοψυχία του Τίτου». H πρώτη επίσημη παρουσίαση του ολοκληρωμένου Ρέκβιεμ πραγματοποιήθηκε στις 2 Ιανουαρίου του 1793 εν αγνοία του κόμη, ο οποίος άκουσε για πρώτη φορά το έργο στις 14 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.

Το ζήτημα της αυθεντικότητας του Ρέκβιεμ προέκυψε αμέσως μετά τον θάνατο του Μότσαρτ ξεπερνώντας τα όρια των άμεσα εμπλεκομένων σε αυτό. Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο συνθέτης ολοκλήρωσε το τετράφωνο χορωδιακό μέρος μαζί με το μπάσο στα μέρη Introitus («Requiem»), Kyrie, Sequenza, η οποία σταματάει όμως χαρακτηριστικά στο όγδοο μέτρο του «Lacrymosa», και Offertorium και ότι σε ορισμένα σημεία είχε σημειώσει τις μοτιβικές ιδέες για την ενορχήστρωση, για την οποία βέβαια υπήρχαν οι αντίστοιχες ενδείξεις. Επίσης ενορχηστρωμένα ήταν τα αμιγώς ορχηστρικά χωρία, εισαγωγικά ή περάσματα μεταξύ στροφών του κειμένου της λατινικής Λειτουργίας.

Ισως το πιο πρωτότυπο στοιχείο του Ρέκβιεμ να παραμένει η αρμονική του γλώσσα. H επιλογή της ρε ελάσσονος παραπέμπει στον δώρειο τρόπο της σεκουέντσας «Dies irae» (Ημέρα Οργής) και πέρα από κάποιες αρμονικές περιπλανήσεις δεσπόζει σε όλο το έργο και του προσδίδει – σε συνδυασμό με αποτελεσματικά ρυθμικά σχήματα – αυτόν τον παθητικό, ενίοτε δαιμονικό, χαρακτήρα. Και σε αυτό το σημείο δεν μπορεί κανείς να μην παρασυρθεί από τη μακρόχρονη μυθολογία που στοιχειώνει το έργο: η παραγγελία του Ρέκβιεμ ήταν τελικά ένα μακάβριο παιχνίδι της μοίρας και o συνθέτης έβαλε στο κύκνειο άσμα του, ίσως συνειδητά, όλη τη μαεστρία του.

Mozart – Requiem

Views: 1904

Αφήστε μια απάντηση